1

«ΔΟΛΟΦΟΝΗΣΤΕ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΟ»

Μια από τις πολλές ταινίες που γυρίστηκαν μετά την εισβολή και καταπιάστηκαν με τα γεγονότα του 1974 και την προσπάθεια δολοφονίας του Μακαρίου είναι η ταινία των Κώστα Δημητρίου και Παύλου Φιλίππου, «Δολοφονήστε τον Μακάριο». Είναι η μοναδική ταινία μυθοπλασίας στην οποία ο Μακάριος εμφανίζεται ως ηθοποιός, υποδυόμενος τον εαυτό του (λίγο μετά την επιστροφή του στην Κύπρο). Στην πιο ενδιαφέρουσα σκηνή του έργου, ο Μακάριος εμφανίζεται πριν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου να δίνει συνέντευξη στον βασικό ήρωα, τον δημοσιογράφο Θέμη Γιαννίδη, τον οποίο υποδύεται ο Λάκης Κομνινός. Ερωτώμενος αν πιστεύει ότι θα γίνει πραξικόπημα, απαντά πως δεν νομίζει ότι θα γίνει, επειδή κάτι τέτοιο θα έδινε το πράσινο φως στους Τούρκους να εισβάλουν στην Κύπρο. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει πόσο ο Μακάριος υπερεκτιμούσε τον εαυτό του αλλά και πόσο μειωμένη αντίληψη είχε των γεγονότων που διαδραματίζονταν τότε. Κυρίως όμως πως, ενώ αναζητήσαμε τις ευθύνες εκτός Κύπρου, ελάχιστα αγγίξαμε τις τεράστιες ευθύνες εντός.

Προχθές, 47 χρόνια μετά (με αφορμή τη συμπλήρωση 45 χρόνων από τον θάνατο του Μακάριου), Προεδρικοί υποψήφιοι, κόμματα και δημοσιογράφοι, έσπευσαν πάλι να αναδείξουν την τεράστια προσφορά του. Πέραν των αναμενόμενων υπερβολών, κοινό σημείο των τοποθετήσεων για μια ακόμα φορά ήταν η προτροπή όπως η σημερινή ηγεσία ακολουθήσει το παράδειγμά του. Με τον Ανδρέα Μαυρογιάννη να δηλώνει πως «έχουμε χρέος να συνεχίσουμε την προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου». Την ΕΔΕΚ να καλεί όλους να εισακούσουν τις εκκλήσεις του για μακροχρόνιο αγώνα» και να δηλώνει παρούσα σε αυτόν τον αγώνα. Και το ΔΗΚΟ να τον χαρακτηρίζει «άσβεστο φωτοδότη». Δηλώνοντας έτοιμο να πορευτεί «τα βήματα που χάραξε ο ένδοξός του βίος, αντλώντας δύναμη για να αντιμετωπίσουμε τις σύγχρονες προκλήσεις». Και επιβεβαιώνοντας ότι οι πεποιθήσεις μας σε αυτή τη χώρα ελάχιστα επηρεάζονται από τις πραγματικότητες.

Στόχος του κειμένου δεν είναι η σε βάθος ανάλυση της πολιτικής διαδρομής του Μακάριου. Ούτε το ύφος της στήλης, άλλωστε, ούτε ο χώρος προσφέρονται για κάτι τέτοιο. Μια εξαιρετική καταγραφή κάνει ο Λεόντιος Ιεροδιακόνου στο τελευταίο του βιβλίο «Μοιραία Ηγεσία 1948-2021». Ένας αντικειμενικός παρατηρητής, όμως, δεν μπορεί παρά να σημειώσει το αυτονόητο: Πως ένας άνθρωπος ο οποίος αποτέλεσε το σημαντικότερο ίσως κόμματι του παζλ της σύγχρονης Κύπρου, κυβέρνησε για 17 χρόνια «σφραγίζοντας» -όπως σημείωσε το ΔΗΚΟ- «όλα τα μεγάλα γεγονότα της σύγχρονής μας ιστορίας», ο οποίος τρία χρόνια μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου κατέθεσε -ενάντια σε κάθε λογική και υπόδειξη- τα «13 σημεία» για αναθεώρηση του Συντάγματος, οδηγώντας στην πρώτη διχοτόμηση, ηγήθηκε της σύστασης της οργάνωσης Ακρίτα (συντηρώντας τη διαίρεση) και αγνόησε -με τρόπο εγκληματικό- όλα τα σημάδια ότι επίκειτο πραξικόπημα, δεν μπορεί να είναι άμοιρος ευθυνών για την πορεία που έλαβε το Κυπριακό. Να υποδείξει ότι τα αποτελέσματα του μακροχρόνιου αγώνα είναι που βιώνουμε σήμερα. Και να διερωτηθεί πόσο ευεργετική υπήρξε η άρνησή μας όλο το προηγούμενο διάστημα να προχωρήσουμε σε μια αντικειμενική ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων.

Σε ποιο βαθμό η σημερινή τραγική εξέλιξη του Κυπριακού είναι -πέραν των όποιων λαθών έγιναν τότε- αποτέλεσμα και του γεγονότος ότι οι επόμενοι Πρόεδροι ουδέποτε «ενόχλησαν» την ιστορία; Αντίθετα, έχοντας ως στήριγμα και την κοινωνία, πολιτεύτηκαν με την ίδια προχειρότητα που πολιτευτήκαμε την περίοδο 56-74; (Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η στάση μας το 2004 όταν, σύμφωνα με τον Γιώργο Λιλλήκα, ξεγελάσαμε τους Ευρωπαίους, το 2012-13, όταν μέχρι την υστάτη θέταμε όρους στους δανειστές, ή η διαχείριση που ακολούθησε το Κραν Μοντανά, δεν είχαν στοιχεία εκείνης της έλλειψης διορατικότητας και αλαζονείας που επιδείχθηκαν στο τ/κ αίτημα για Τοπική Αυτοδιοίκηση ή στις προτάσεις Χάρντινγκ που θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει την πορεία του Κυπριακού;). Και τελικά, πώς αυτοί οι εξιδανικευμένοι μύθοι, η ακόμα και σήμερα (48 χρόνια μετά) επίκληση του μακροχρόνιου αγώνα, η προσκόλληση -με τρόπο απόλυτο- σε αφηγήματα που θα έπρεπε ήδη να είχαν καταρρεύσει και πορείες που θα έπρεπε ήδη να είχαν κριθεί, η με τόση ευκολία αναγωγή ανθρώπων που αποτέλεσαν κομμάτι αυτής της ιστορικής διαδρομής, όχι απλά σε ήρωες, αλλά σε κάτι αδιαμφισβήτητο, καθόρισαν την πορεία της χώρας; Πώς μπορεί αυτή η πορεία να αποτελεί επιχείρημα για συνέχισή της; Η ρητορική μας ακόμα και σήμερα να τη δικαιώνει;

Το Κυπριακό, κυρίως τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία με την προσάρτηση των κατεχομένων στην Τουρκία να είναι πιο πιθανή από ποτέ, θα πρέπει να αξιολογηθεί με ειλικρίνεια και ρεαλισμό. Μακριά από δογματισμούς και υπερβολές που πολλές φορές αγγίζουν τα όρια παραγραφής της Ιστορίας. Και ο Μακάριος να αξιοποιηθεί όχι ως «άσβεστος «φωτοδότης», του οποίου το παράδειγμα οφείλουμε αβίαστα και απροβλημάτιστα να ακολουθήσουμε, αλλά ως μέρος μιας διαδρομής που περιελάμβανε και λάθη, τα οποία η χώρα πλήρωσε και συνεχίζει να πληρώνει, και τα οποία μόνο αν αναγνωρίσουμε θα μπορέσουμε να αναστρέψουμε και να αποφύγουμε στο μέλλον. Η προτροπή να «δολοφονήσουμε» τον μύθο του Μακαρίου φαντάζει σήμερα πιο επίκαιρη και αναγκαία από ποτέ. Σε διαφορετική περίπτωση, εφόσον συνεχίσουμε να αναδεικνύουμε την Κύπρο και την ηγεσία του ‘60 ως φάρο και στόχο, τότε σε τι άλλο πέραν από μέλλον όμοιο με το παρελθόν μπορούμε να προσβλέπουμε;

Πηγή: «ΔΟΛΟΦΟΝΗΣΤΕ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΟ»