ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟ

Μαζί  με την εκπνοή του 2024, το οποίο ήδη αφήσαμε πίσω μας, έκλεισε  συνάμα και η πεντηκονταετηρίδα από την τουρκική εισβολή του 1974.

Εάν το γεγονός ενείχε κάποιας λαμπρότητας –έννοια που ούτε κατ’ ελάχιστον δεν συγγενεύει με τη φράση τολαμπρόν τζιει που πέφτει κρούζει- τώρα θα μιλούσαμε για την ολοκλήρωση των εορτασμών για το Χρυσό Ιωβηλαίο! Και από την επόμενη κιόλας μέρα, θα εστιάζαμε στο Αδαμάντινο, στα 60χρονα δηλαδή της επετείου. Στην περίπτωσή μας  (και χωρίς να διατηρώ, παρά το εύλογο του λογισμού, την όποια επιφύλαξη για τους «χρήσιμους ηλίθιους» που εκείνο το καλοκαίρι φώναζαν «να φύει ο Μούσκος, τζιαι ας έρτουν οι Τούρτζιοι»)  το γεγονός δεν επιτρέπει κανενός είδους πανηγυρισμό. Κάθε άλλο.

Γεγονός, πάντως, είναι ότι η θλιβερή επέτειος «τιμήθηκε» δεόντως με πληθώρα εκδηλώσεων, όχι μόνο εντός της νήσου, μα και σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Επιστημονικά συνέδρια, κονσέρτα, εικαστικές εκθέσεις, εκδόσεις  βιβλίων, εκπομπές, ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικές σειρές, πολυσέλιδα αφιερώματα στις εφημερίδες, «εκδηλώσεις μνήμης» και ομιλίες ων ουκ έστιν αριθμός… Με τις περισσότερες -ελάχιστες οι εξαιρέσεις- να κινούνται στα αναμενόμενα, να μην διαπερνούν το πλαίσιο της «αυτοεπιβεβαίωσης»  της ορθότητας των χειρισμών, ούτε και κατ’ ελάχιστον να απομακρύνονται από το ρόλο του θύματος που επιβάλλει το σχολικού τύπου επίσημο αφήγημα – εάν διαφωνείτε με τον χαρακτηρισμό «σχολικού τύπου», κάντε μου τη χάρη και επισκεφτείτε τη σελίδα οποιασδήποτε πρεσβείας μας και διαφωτιστείτε απ’ όσα αναφέρονται για το «εθνικό μας θέμα». Και για να προλάβω, καθότι «τα ελληνικά πολύσημα, λίγο να τα μιλήσεις μπλέκεις» όπως λέει μια αγαπημένη φράση,  διευκρινίζω προς αποφυγή παρεξηγήσεων ότι δεν υπονοώ την καταφυγή στην αυτομαστίγωση. Που δεδομένου ότι ο πόνος της απώλειας εξακολουθεί να βαραίνει ανεξίτηλος κάποιους ανθρώπους, τα τραύματα παραμένουν ανεπούλωτα και οι πληγές αιμάσσουσες, θα ήταν αν μη τι άλλο ασέβεια απέναντι σε απλούς ανθρώπους που πλήρωσαν το τίμημα και ακόμα «χρωστούν» τις οφειλές άλλων.

Μα όσο να  ’ναι, στα 50χρονα της ελληνοκυπριακής τραγωδίας, διότι περί αυτού πρόκειται επί της ουσίας, δηλαδή ως μια κοινότητα ανθρώπων που γι’ αλλού κινήσαμε γι’ αλλού κι αλλού η ζωή μας πήγε –προφανώς… «ποιητική αδεία» καθώς λένε, διότι μας πήγε ακριβώς στις συντεταγμένες που αφελώς της ορίσαμε, πόσο μακριά άλλωστε μπορεί να πάει ένας κοντόφθαλμος; – με αποτέλεσμα να έχει γαντζωθεί η ύπαρξή μας σ’ εκείνο που ούτε θελήσαμε, ούτε αγαπήσαμε, απεναντίας μετά βδελυγμίας μισήσαμε και πολεμήσαμε, την ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, θα περίμενα –παράλληλα με όλα τα άλλα- την ανάπτυξη ενός ουσιαστικού διαλόγου πέρα από αγκυλώσεις και πεποιθήσεις, μια συζήτηση αναψηλάφησης γεγονότων, καταστάσεων και προσώπων,ενδοσκόπησης και στοχασμού από την οποία μόνο ποιο ώριμοι θα μπορούσαμε να εξέλθουμε. Βεβαίως, για να είμαι δίκαιος, δεν ισχυρίζομαι ότι απουσίαζε παντελώς –τουλάχιστον, όχι σε ότι αφορά ιδιωτικές πρωτοβουλίες και ανεξάρτητους φορείς, σίγουρα όμως δεν υπήρξε από πλευράς κράτους και πολιτείας. Διότι αποκλείεται σε όλα αυτά τα επιστημονικά συνέδρια που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια του χρόνου, να μην τέθηκε το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων.

Δεν σας κρύβω, ωστόσο, ότι εκείνο για το οποίο περισσότερο απ’ όλα θα ήθελα να ενημερωθώ, είναι για τον απολογισμό των ενεργειών της Εκκλησίας.  Σας θυμίζω ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου είχε συνέλθει στις 16 Ιανουαρίου, ανήμερα της επετείου του Ενωτικού Δημοψηφίσματος  -σε «έκτακτη συνεδρία» έλεγε η ανακοίνωση- και αφού τίμησε την επέτειο του «προαιώνιου πόθου», συζήτησε -«λεπτομερώς» έλεγε η ανακοίνωση-,   «τρόπους με τους οποίους θα τονισθεί το αγωνιστικό φρόνημα του λαού και η καλλιέργεια της επιθυμίας επιστροφής στα πατρογονικά εδάφη, με αφορμή τη συμπλήρωση των 50 χρόνων κατοχής».  

Στο σημείο αυτό, επιτρέψετε μου μια παρένθεση: δεν κατανοώ τους λόγους που το Ενωτικό Δημοψήφισμα τιμάται ως ένα… ανεκπλήρωτο γεγονός. Προφανώς ο νέος αρχιεπίσκοπος, παρά τους στενούς δεσμούς που διατηρούσε με τον μακαριστό προκάτοχου του και τη συναντίληψη που επιδείκνυαν, δεν θα θυμάται όσα ο τελευταίος είχε διακηρύξει το 2004. Αλλά, για ποιον άλλο λόγο είμαστε εμείς εδώ, αν δεν μπορούμε να φρεσκάρουμε ολίγον τη μνήμη μας; Είχε πει λοιπόν τα εξής ο μακαρίτης: «Είμαι σίγουρος ότι την 1η του Μάη, θα μπούμε στην Ευρώπη και εκείνο που δεν καταφέραμε το 55-59, την  Ένωση με την μητέρα πατρίδα, την καταφέρνουμε μέσω της Ευρώπης. Κι εγώ ήδη έχω καλέσει όλους τους αγωνιστές του 55-59, Παφίτες, να έρθουν στην Μητρόπολη μετά τη θεία λειτουργία, η ώρα 10, γιατί τα ψυγεία της μητρόπολης θα είναι γεμάτα σαμπάνιες και θα τις ανοίξουμε να γιορτάσουμε την Ένωση της Κύπρου μετά της Ελλάδος, μέσω της Ευρώπης».

Γι’ αυτό είναι που σας λέω ότι δεν κατανοώ τους λόγους που η Ένωση αντιμετωπίζεται σαν ένα γεγονός ανεκπλήρωτο. Για να επιστρέψουμε, όμως, στο θέμα μας, ναι, θα ήθελα να ενημερωθώ για τη σοδιά των ενεργειών της Εκκλησίας μας κατά τη διάρκεια του 2024. Ιδιαίτερα στο κατά πόσο ο Μακαριότατος εκτιμά ότι τονίσθηκε και σε ποιο βαθμό «η καλλιέργεια της επιθυμίας επιστροφής στα πατρογονικά εδάφη». Δεσμεύομαι δε πως, εάν και εφόσον ενημερωθούμε για τους καρπούς των κόπων τους, τότε θα του υπενθυμίσω κάτι στο οποίο είχε αναφερθεί ο ίδιος το 2017 και έχει να κάνει με την απάντηση που συνήθιζε να δίνει κάποιος όταν τον ρωτούσαν αν είναι καλά.

Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στις 29.12.24

Πηγή: ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟ