ENGLISH (ΑΓΓΛΙΚΑ) TÜRKÇE (ΤΟΥΡΚΙΚΑ)
Αναρωτιέμαι από πού πηγάζει όλος αυτός ο οχετός. Πώς αναγιώθηκαν; Που εδράζεται και πώς δικαιολογείται τέτοια κακοψυχία; Γίνεται να είναι κάποιος, δημοσίως μάλιστα, τόσο ξεδιάντροπα μαλάκας και να μην κοκκινίζει;
Η αίσθηση της ντροπής ήταν κάποτε μια κάποια δικλίδα ασφαλείας. Ένα δίχτυ που μας προστάτευε. Πάει κι αυτό. Πραγματικά, μου κάνει εντύπωση. Πώς γίνεται η θάλασσα να ξεβράζει πτώματα και το μέσα σου να ξεβράζει βόθρους; Ποιος τους γαλούχησε και με τι; Τι έμαθαν από τους αρχαίους Έλληνες; Τι διδάχθηκαν για τον σεβασμό στους νεκρούς και τι για την ύβρη; Τι κουβαλούν από τα διδάγματα της αρχαιότητας για τη φιλοξενία; Τίποτα; Αν είναι Χριστιανοί, δεν φοβούνται την ώρα της Κρίσης; Το Κατά Ματθαίον, ούτε ακουστά;
Δεν τρέμουν, ως πιστοί που είναι, τη στιγμή που «θα καθίσει στον θρόνο της δόξας του και μπροστά του θα συγκεντρωθούν όλα τα έθνη»; Δεν φοβούνται την ώρα του διαχωρισμού; «Πείνασα, και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν μου δώσατε να πιω, ξένος ήμουν και δεν με φιλοξενήσατε, γυμνός και δεν με ντύσατε, ασθενής και φυλακισμένος και δεν με επισκεφθήκατε. Αυτοί θα του απαντήσουν, λέγοντας: Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένον ή γυμνό ή ασθενή ή σε φυλακή, και δεν σε υπηρετήσαμε;
Τότε, θα τους απαντήσει, λέγοντας: Σας διαβεβαιώνω, καθόσον δεν το κάνατε αυτό σε έναν από τούτους τούς ελάχιστους, δεν το κάνατε ούτε σε μένα». Από πού, λοιπόν, ξεπήδησε όλος αυτός ο ρατσισμός και το μίσος; Ποιος τους παραμόρφωσε; Μήπως είναι ίδια σπορά μ’ εκείνους που εύχονταν ο Κεμάλ Ατατούρκ να σφάξει τους Μικρασιάτες πριν μπουν στα πλοία, για να μην τους «βιάσουν τη χώρα», να μην τους φάνε τις δουλειές, τις γυναίκες και τους άντρες; «Δεν μας ήθελαν στην Ελλάδα… Συνέβησαν πολλά… Τα θυμάμαι και ανατριχιάζω…». Καημένη Διδώ Σωτηρίου.
Είναι η ίδια σπορά μ’ αυτούς που δεν έδιναν ούτε ένα ποτήρι νερό σε μικρό παιδί, αυτοί που χορεύουν σήμερα πάνω από τον πνιγμό τόσων ανθρώπων; «Βγῆκαν κυνηγημένοι σ’ ἕνα ἑλληνικὸ νησί. Μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, ἔκλεισαν ὅλα μονομιᾶς. Αὐτὸς μὲ τὴν γυναίκα του μέσα στὸ κοπάδι. Τὸ μωρὸ ἕξι μέρες νὰ τραφεῖ· ἔκλαιγε, χαλνοῦσε τὸν κόσμο. Ἡ γυναίκα παρακαλοῦσε γιὰ νερό. Από ἕνα σπίτι τῆς ἀποκρίθηκαν: “‘Ενα φράγκο τὸ ποτήρι”. Κι ὁ πατέρας συνεχίζει: “Τί νὰ κάνω, κύρ-Στράτη, ἔφτυσα μέσα στὸ στόμα τοῦ παιδιοῦ μου γιὰ νὰ τὸ ξεδιψάσω».
Οι δικοί μας, λένε, όπου πήγαν, πήγαν με χαρτιά. Μπούρδες. Μοχθηροί και συνάμα αδιάβαστοι. Θαρρείς και στους άλλους, που φέρνουμε νομότυπα, συμπεριφερόμαστε καλύτερα. Και στην Αμερική και στην Αυστραλία και αλλού, χωρίς χαρτιά πήγαν οι περισσότεροι. Και τότε δουλέμποροι που τους έταζαν λαγούς και πετραχήλια. Φτηνά εργατικά χέρια. Και οι ντόπιοι; Μιλούν οι τίτλοι των εφημερίδων της εποχής και οι ταμπέλες στα εστιατόρια: «Εστία μόλυνσης για τη λευκή κοινωνία» / «Λευκή γυναίκα εθεάθη με Έλληνα» / «Απαγορεύεται η είσοδος σε αρουραίους και Έλληνες» / «Βρωμούν, αλλοιώνουν την κοινωνία μας, κλέβουν τις δουλειές μας…» / «Απομυζούν το κράτος και δημιουργούν γκέτο»…
Δεν ζούμε κάτι πρωτοφανές. Η μετανάστευση είναι στη φύση του ανθρώπου. Οι ροές δεν πρόκειται να σταματήσουν. Ο άνθρωπος πάντα αναζητούσε καλύτερες συνθήκες, μια «Γη της Επαγγελίας» για να επιβιώσει. Οι Homo sapiens sapiens πρόγονοί μας, ξεκίνησαν από την Αφρική – συγγνώμη αν σας χαλάω το αφήγημα για το τέλειο DNA μας- και απλώθηκαν σε όλο τον κόσμο. Ναι, στις μέρες μας ζούμε, όντως, ένα κύμα έντονο. Που χρήζει διαχείρισης. Από τα κράτη μας κι από την Ευρώπη γενικότερα. Μάλλιασε η γλώσσα μου να επαναλαμβάνω με κάθε ευκαιρία, ότι το μεταναστευτικό δεν είναι ούτε μικρό ζήτημα, ούτε εύκολο ζήτημα.
Απεναντίας. Και μεγάλο είναι και σύνθετο. Ούτε είμαι των εύκολων καταγγελιών και αναθεμάτων ή υπέρ της κατάργησης των συνόρων. Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα μεγαλύτερο από το μεταναστευτικό. Που ακόμα κι αν βρεθεί τρόπος να λυθεί το πρόβλημα του μεταναστατευτικού, αυτά που κουβαλούν πολλοί στο κεφάλι και στην ψυχή τους, δεν θα επιλυθούν. Θα βρει αλλού να διοχετευτεί ο οχετός, θα βρει άλλη αφορμή να εκδηλωθεί.
Λέγεται έλλειμμα ανθρωπισμού. Κι αυτό τρομάζει περισσότερο. Και, για το τέλος, επειδή σε πολλούς αρέσουν, είμαι σίγουρος, οι προφητείες, ας πω κι εγώ μία: Αμήν Αμήν, λέγω υμίν. Ρόδα είναι και γυρίζει. Και είμαστε σε νησί, περιβαλλόμαστε από θάλασσα…
Πηγή: ΟΧΕΤΟΣ