ENGLISH (ΑΓΓΛΙΚΑ) TÜRKÇE (ΤΟΥΡΚΙΚΑ)
«Το αποτέλεσμα θα είναι μια ένδειξη αν έχουμε τελειώσει μια για πάντα με όσα ο Τραμπ εκφράζει», έγραφαν την προηγούμενη των εκλογών οι «New York Times», αναδεικνύοντας το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών. Η εκλογή Τραμπ, κυρίως όμως το εύρος της νίκης, ήρθε να δείξει πως όχι μόνο δεν τελειώσαμε, αλλά τώρα ξεκινάμε, οδηγώντας και σε σειρά αναλύσεων ως προς το πού μπορεί η νέα κυβέρνηση να οδηγήσει. Η επικράτησή του ήταν ολοκληρωτική. Κέρδισε και τα 7 swing states που διεκδικούσαν οι δύο μονομάχοι, ενώ έγινε ο πρώτος Ρεπουμπλικανός εδώ και 20 χρόνια που κέρδισε τη λαϊκή ψήφο. Ζούμε στον κόσμο του Τραμπ, έγραφε την επομένη το «Εconomist», εξηγώντας ότι μετατρέπεται στη δύναμη που θα διαμορφώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες τα επόμενα χρόνια με βάση τη δική του εικόνα. Πώς όμως έφτασε ένας άνθρωπος, ο οποίος το 2020 μετά την ήττα του και κυρίως τα γεγονότα στο Καπιτώλιο φάνηκε να τελειώνει πολιτικά, να κάνει ένα τέτοιο comeback;
Πολλές αναλύσεις έγιναν ως προς τους λόγους της εκπληκτικής επικράτησης Τραμπ. Το γεγονός ότι 6 στους 10 Αμερικανούς θεωρούσαν, σύμφωνα με τα exit polls, ότι η χώρα κινείται σε λάθος κατεύθυνση αποδείχθηκε τελικώς ανυπέρβλητο εμπόδιο, όπως και το ότι η κυβέρνηση απέτυχε να διαχειριστεί τις ανισότητες και τον πληθωρισμό. Προβλήματα είχε και η ίδια η Κάμαλα Χάρις. Απέτυχε να διαφοροποιηθεί ουσιαστικά από τη διακυβέρνηση Μπάιντεν, δυσκολεύτηκε να απαντήσει στις ανησυχίες που το παρελθόν της δημιουργούσε, δεν έπεισε ότι μπορούσε να διαχειριστεί μεταναστευτικό και οικονομία. Υπερτίμησε το πόσο ενοχλητική ήταν τελικά για τον μέσο Αμερικανό η παρουσία και ρητορική του Τραμπ, τον παράγοντα αμβλώσεις, το κυριότερο όμως υποτίμησε την οργή του κόσμου προς το σύστημα.
Αυτές οι εκλογές, όμως, ελάχιστα είχαν να κάνουν με την Κάμαλα Χάρις. Και είχαν τα πάντα να κάνουν με τον Τραμπ. Σ’ ένα περιβάλλον απόλυτης απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, ακραίου λαϊκισμού και συσσωρευμένης οργής, ο Τραμπ μετατράπηκε σε απόλυτο πρωταγωνιστή. Εξού και οι Δημοκρατικοί θεώρησαν πως δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να επικεντρωθούν σε αυτόν, παίζοντας με τους δικούς του όρους. Έχοντας απέναντί του την εν ενεργεία αντιπρόεδρο, και αξιοποιώντας την αδυναμία του συστήματος να αντιληφθεί τις πραγματικότητες και προεκτάσεις τους, κατάφερε για μια ακόμα φορά να παρουσιαστεί ως το αντισύστημα και ως ο φορέας διαμαρτυρίας και αλλαγής. Σε αυτή του την προσπάθεια συνέβαλε και η απαξίωση των παραδοσιακών ΜΜΕ, που του επέτρεψε να κερδίσει εύκολα τη μάχη της «πληροφόρησης», με τη συνδρομή και του Έλον Μασκ, ενός ανθρώπου με τεράστια επιρροή, ο οποίος, από ένα σημείο και μετά, λειτούργησε ως running mate για τον Τραμπ, επενδύοντας πάνω σε ψευδείς και παραπλανητικές ειδήσεις. Τα fake news έγιναν τα μόνα news και ο Μασκ με τον κόσμο έγιναν η κύρια πηγή ενημέρωσης. Το διακύβευμα που έθεσε ήταν επίσης ελκυστικό σε αυτό το περιβάλλον. Μίλησε για «τελευταίες εκλογές» επειδή με ενδεχόμενη νέα νίκη των Δημοκρατικών η ψήφος των παράνομων μεταναστών θα ήταν αυτή που θα καθόριζε πλέον της εκλογές, εμπεδώνοντας την άποψη ότι οι εκλογές αφορούσαν την επιβίωση ή όχι της Αμερικής όπως την ξέρουμε. Ήταν ένα διακύβευμα που οι ψηφοφόροι ιεράρχησαν ως πιο σημαντικό και από αυτήν ακόμα τη Δημοκρατία που πρόταξε το ticket της Κάμαλα. Σ’ ένα οργισμένο και ευάλωτο ακροατήριο, ο Τραμπ έπαιξε με το συναίσθημα και επιβλήθηκε εύκολα. Παρά τα σκάνδαλα, τις δίκες, τις αμφιλεγόμενες απόψεις και την ακραία ρητορική του. Στο τέλος της μέρας ίσως αυτά να ήταν που τον έσπρωξαν προς τη νίκη.
Αν κάτι αφήνουν οι εκλογές στην Αμερική, πέραν μιας πρωτοφανούς αβεβαιότητας, είναι η επιβεβαίωση του πόσο ευάλωτες είναι οι Δημοκρατίες σήμερα. Η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση. Αντίθετα, η Δημοκρατία μας αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα που έφεραν τον Τραμπ στην εξουσία. Ίσως και σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό: Διάβρωση των θεσμών, απόλυτη απαξίωση του πολιτικού και νομικού συστήματος, συσσωρευμένη οργή, η οποία ψάχνει διεξόδους μέσα από εναλλακτικές αμφιλεγόμενες εκτός συστήματος. Το έδειξε η κοινωνία με την άνοδο του ΕΛΑΜ, το φώναξε με την επιλογή Φειδία. Κυρίως όμως αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αντιληφθεί τις πραγματικότητες και τις προεκτάσεις τους. Η τελευταία συνέντευξη του Προέδρου με τη χαμηλότερη ιστορικά δημοφιλία μετά από 20 μήνες (αφού εν τω μεταξύ πρόλαβε να αθετήσει κάθε προεκλογική υπόσχεση που έδωσε), όπου εξέφρασε την άποψη ότι αν γίνονταν σήμερα εκλογές θα επανεκλεγόταν, ήταν απόλυτα ενδεικτική του πόσο αποκομμένο παραμένει το σύστημα από την κοινωνία. Με μια κυβέρνηση και κόμματα που δείχνουν αδύναμα να απαντήσουν στις ανησυχίες της, επικεντρώνοντας εξ ολοκλήρου στην εικόνα και βάζοντας στο περιθώριο την πολιτική. Τεράστιο πρόβλημα δημιουργείται και από την απαξίωση των παραδοσιακών ΜΜΕ. Τα οποία με την κάλυψη που έδωσαν με αφορμή την «αποκάλυψη» του Προέδρου για συνάντηση με στενό συνεργάτη του Τραμπ προεκλογικά, τον οποίο δεν ήθελε να κατονομάσει, επιβεβαίωσαν ότι λειτουργούν ως φορείς πολιτικών αφηγημάτων παρά ως φορείς είδησης και ελέγχου. Αυτή η απαξίωση μαζί με τη γιγάντωση των προβλημάτων και της οργής ανοίγουν τον δρόμο σε εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης που μοιάζουν αυτή τη στιγμή ανεξέλεγκτες. Εύκολα και στην Κύπρο τα fake news μπορούν να καταστούν τα μόνα news.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, απόλυτης διάβρωσης των θεσμών, αποδεδειγμένης ανικανότητας και αδυναμίας αντίληψης των πραγματικοτήτων, σε μια κοινωνία που χρόνια τώρα έχει μάθει στα συνθήματα, θεωρείται αδύνατο ο Τραμπ να μην βρει πολλούς μιμητές και εδώ στην Κύπρο. Άλλωστε, με την εκλογή του για δεύτερη φορά, έδειξε τον πιο εύκολο τρόπο αυτή τη στιγμή για να ανέλθει κάποιος στην εξουσία. Το ΕΛΑΜ έδειξε ξανά τις προθέσεις του με τη διαμαρτυρία εναντίον των μεταναστών την Παρασκευή. Πολλοί άλλοι θα σπεύσουν να οικειοποιηθούν ένα κομμάτι της οργής προσεγγίζοντας τα πιο ακραία ένστικτα -αξιοποιώντας ζητήματα υπαρκτά όπως το μεταναστευτικό, τις ανισότητες και την ακρίβεια και προτάσσοντας λύσεις ανύπαρκτες. Ο Κύπριος Τραμπ δεν φαντάζει μακριά. Αντίθετα, με τα σημερινά δεδομένα μοιάζει με αναπόφευκτο προορισμό.