ENGLISH (ΑΓΓΛΙΚΑ) TÜRKÇE (ΤΟΥΡΚΙΚΑ)
Στις 29 Ιουλίου 1974, μεσούσης της πρώτης διάσκεψης της Γενεύης, συναντήθηκε με τον Κίσινγκερ και του παρέδωσε ένα Μνημόνιο με κύριο αίτημα την επιστροφή στις συμφωνίες της Ζυρίχης τις οποίες ο ίδιος υπονόμευσε από την πρώτη στιγμή
Θεωρητικά ομιλούντες, σε τι Κύπρο θα θέλαμε να ζούμε; Σε τέτοιες περιπτώσεις οι πρώτες λέξεις που έρχονται στο μυαλό κάθε λογικού ανθρώπου είναι ειρήνη, ευημερία, ευτυχία. Δεν υπάρχει Κύπριος που θα επέλεγε η χώρα του να μετατραπεί σε μια απέραντη στρατιωτική βάση, αν και δυστυχώς τέτοιο δικαίωμα επιλογής δεν είχαμε ποτέ.
Η Κύπρος είναι σήμερα και πάντα ήταν μια απέραντη στρατιωτική βάση, ένα σταθερό αεροπλανοφόρο στην Ανατολική Μεσόγειο, που κατά καιρούς εξυπηρέτησε, άλλοτε πολύ και άλλοτε λιγότερο, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων. Από αρχαιοτάτων χρόνων, η Κύπρος, λόγω και της εμπορίας του χαλκού, αποτέλεσε το μήλον της Έριδος μεταξύ Βαβυλωνίων, Ασσυρίων, Αιγυπτίων και Περσών. Επί Μεγάλου Αλεξάνδρου αποτέλεσε στρατηγικής σημασίας κέντρο για την κατάληψη της Τύρου και εν γένει για τον έλεγχο της συροπαλαιστιανικής ακτής. Σε περιόδους ισχυρών αυτοκρατοριών όπως η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή, τουλάχιστον στην πρώτη της περίοδο, και η Οθωμανική, η Κύπρος έχασε τη σημασία της. Ήταν απλώς ένα ακόμα νησί στη Μεσόγειο το οποίο επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σχεδόν αφέθηκε στη μοίρα του. Η Κύπρος αποκτούσε και αποκτά σημασία σε περιόδους γεωπολιτικής ρευστότητας. Είχε μεγάλη αξία ως ανάχωμα των Βυζαντινών την περίοδο των αραβικών επιδρομών, απέκτησε τεράστια εμπορική σημασία ως μοναδικό παράθυρο της Δύσης στην Ανατολή την περίοδο της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας. Μετά το 1870, λόγω Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης, η γεωπολιτική της αξία αναδεικνύεται ξανά. Η σημασία του πετρελαίου οδηγεί τους Βρετανούς και τους Γάλλους ξανά στην περιοχή για να ελέγξουν τα κοιτάσματα και κυρίως τους δρόμους μεταφοράς του, κάτι το οποίο φαίνεται μέσα από σειρά συμφωνιών, συνθηκών και ενεργειών, όπως ήταν π.χ. η ενοικίαση της Κύπρου το 1878, η συμφωνία Σάικς-Πικό το 1916, η συνθήκη της Λωζάνης το 1923 αλλά και αργότερα η επέμβαση στο Σουέζ το 1956. Μάχη για τον έλεγχο της Κύπρου δόθηκε και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, με τους Σοβιετικούς να επιχειρούν να την ουδετεροποιήσουν και κυρίως να τη μετατρέψουν σε εργαλείο διάσπασης της νοτιανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Με αφορμή την τουρκική εισβολή το πέτυχαν το 1974, αφού η Ελλάδα αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Σε αντίθετη φορά μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η φιλορωσική στάση της Τουρκίας αναβάθμισε τις σχέσεις Ελλάδας-Κύπρου με τη Δύση και το ΝΑΤΟ, κάτι που στην πράξη είδαμε να λειτουργεί κατά τη διάρκεια του εν εξελίξει πολέμου στη Γάζα.
Το 1960
Από την Ανεξαρτησία μέχρι σήμερα το θέμα της ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ έρχεται και παρέρχεται. Στη Ζυρίχη ο Καραμανλής και ο Τούρκος Πρωθυπουργός Μεντερές υπέγραψαν συμφωνία κυρίων για την ένταξη της Κύπρου στη Βορειατλαντική Συμμαχία. Αυτό δεν επετεύχθη, αν και στην πραγματικότητα μετά το 1960 το ΝΑΤΟ ήταν πάντα εδώ κατά έναν τραγικό τρόπο. Οι Κύπριοι εισέπρατταν όλα τα αρνητικά παρεπόμενα, ενώ η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία ανέλαβαν έναν ρόλο που δεν εκπλήρωσαν ποτέ. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου προέβλεπαν την υπογραφή συνθήκης εγγυήσεως, με βάση την οποία τα 3 μέλη του ΝΑΤΟ αναλάμβαναν την ασφάλεια του νέου κράτους. Στην πραγματικότητα, το καθένα με τον τρόπο του την υπονόμευσε: Η Βρετανία σε έναν ρόλο διαίρει και βασίλευε για να παραμείνει στο παιχνίδι, η Ελλάδα σε ρόλο μητέρας-πατρίδας των πλειοψηφούντων Ε/Κ που έπρεπε να τα πάρει όλα και η Τουρκία ως η χώρα που κινούσε τα νήματα με τους Τ/Κ εθνικιστές υπερ της διχοτόμησης. Η Κύπρος ντε φάκτο λειτουργούσε ως χώρα του ΝΑΤΟ μέσω των εγγυητών της ανεξαρτησίας της και όχι ως ανεξάρτητη χώρα.
Η απαξίωση του ΝΑΤΟ
Με βάση τα πιο πάνω η τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο εξηγήθηκε μέσα από ένα σχετικά εύκολο αφήγημα, χωρίς αυτοκριτική και ανάληψη ευθυνών, το οποίο είναι ελκυστικό και εύπεπτο ακόμα και στις μέρες μας. Μετά το 1974 στο εσωτερικό δόθηκε κλάδος ελαίας στους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος, ενώ στην Ελλάδα ξεχάστηκε εντελώς η 7ετης περίοδος της δικτατορίας, η οποία έπεσε λόγω Πολυτεχνείου! Ρίφθηκαν δικαίως οι περισσότερες ευθύνες στην Τουρκία και υψώθηκε στη συνέχεια μια τεράστια καχυποψία αρχικά για το ΝΑΤΟ και στη συνέχεια για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτό συνέτεινε και η καταπληκτική προπαγάνδα τόσο του ΚΚΕ όσο και του ΑΚΕΛ και λίγο αργότερα και του ΠΑΣΟΚ με το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο» να ηχεί σε κάθε πλατεία της Αθήνας μετά τη Μεταπολίτευση. Ειδικά τα δύο πρώτα κόμματα κατάφεραν να δαιμονοποιήσουν τη Δύση εμφανίζοντας τη Σοβετική Ένωση περίπου ως μητέρα-πατρίδα των αδικημένων και των κατατρεγμένων όλου του κόσμου. Κατάφεραν να εμφανίζουν τον Στάλιν, ο οποίος ελάχιστες διαφορές είχε με τον Χίτλερ, περίπου ως τον πατερούλη των φτωχών και αδυνάτων, άσχετο αν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έσφαξε 20.000 Πολωνούς στο Κατίν, κατάφερε να καταβροχθίσει την Ανατολική Ευρώπη σπέρνοντας παντού κόκκινα δικτατορικά καθεστώτα, αλλά και εξορίζοντας εκατομμύρια Ρώσους στη Σιβηρία.
Για όλα τα δεινά του κόσμου έφταιγε ο Καπιταλισμός, που σίγουρα έφταιγε σε πάρα πολλά. Όχι βέβαια για την αγορά των ρωσικών πυραύλων SAM τους οποίους ο Μακάριος ήθελε να φέρει στην Κύπρο στην παρουσία 3 εγγυητριών δυνάμεων-μελών του ΝΑΤΟ! Ούτε γιατί ο Πρόεδρος πίστευε ότι θα μπορούσε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της Κύπρου μέσω των Αδεσμεύτων που αποτελούσαν τον δούρειο ίππο των Σοβιετικών με πρωτεργάτη την Κούβα.
Το 1974 ο Μακάριος κατάλαβε τί παιχνίδι τού έπαιξαν όλοι, αλλά μάλλον ήταν αργά. Στις 29 Ιουλίου 1974, μεσούσης της πρώτης διάσκεψης της Γενεύης, συναντήθηκε με τον Κίσινγκερ και του παρέδωσε ένα Μνημόνιο με κύρια αιτήματα τον τερματισμό της τουρκικής εισβολής και την επιστροφή στις συμφωνίες της Ζυρίχης τις οποίες ο ίδιος υπονόμευσε από την πρώτη στιγμή. Με βάση τα λεχθέντα στη συνάντηση, όλοι μπορούν να αντιληφθούν ότι ο Πρόεδρος Μακάριος κατάλαβε αυτά που γνωρίζουμε όλοι σήμερα για το παιχνίδι που έπαιξε η Σοβιετική Ένωση στην Κύπρο.
Σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά που τηρήθηκαν από το Στέιτ Ντιπάρνμεντ και δημοσίευσε στον Πολίτη στις 8 Αυγούστου 2009 ο Μακάριος Δρουσιώτης, έγινε η ακόλουθη συζήτηση:
Μακάριος: Έλεγα στον κ. Κίσιντζερ ότι οι Σοβιετικοί προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και ότι το ενδιαφέρον τους για το Κυπριακό δεν είναι γνήσιο. Χθες, συγκάλεσαν συνεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας και απογοητευτήκαμε πολύ όταν αποδείχθηκε ότι ήταν χάσιμο χρόνου. Αλλά, όπως είπα, σε κάποιο βαθμό οι Ηνωμένες Πολιτείες υποχωρούν έναντι των Σοβιετικών.
Κίσινγκερ: Εμείς πρέπει να δώσουμε προσοχή σε τρία μέρη (Κύπρος, Ελλάδα, Τουρκία) και, ως εκ τούτου, η πολιτική μας είναι πιο πολύπλοκη από ό,τι για κάποιον που υποστηρίζει μόνο ένα από τα μέρη.
Με αυτή την τοποθέτηση ο Κίσιντζερ εξηγεί κυνικά το αυτονόητο. Οτι οι ΗΠΑ έπρεπε να λύσουν μια διαφορά εντός της Δυτικής Συμμαχίας και έπρεπε να κρατήσουν ισορροπίες, σε αντίθεση με τους Σοβιετικούς οι οποίοι ήθελαν απλώς να διαλύσουν τη νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ για να έχουν εύκολη πρόσβαση στα θερμά νερά της Ανατολικής Μεσογείου. Διά της εισβολής της Τουρκίας την οποία δεν καταδίκασαν ποτέ, η Ελλάδα αποχώρησε από το ΝΑΤΟ και η Κύπρος διχοτομήθηκε οδηγώντας 150.000 Ε/Κ στην προσφυγιά.
Στη Μόσχα
Πώς έπρεπε να λυθεί το Κυπριακό στη συνέχεια; Σαφέστατα και έπρεπε να γίνουν τεράστιοι συμβιβασμοί, με τους Αμερικανούς να μην δείχνουν καμιά διάθεση να ανατρέψουν πλήρως την κατάσταση, όπως ζητούσε ο Μακάριος. Ο μόνος που αντελήφθη την πολυπλοκότητα του προβλήματος δείχνοντας έτοιμος να αναλάβει στους ώμους του τις ευθύνες που αναλογούσαν στην ε/κ πλευρά ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης. Τον «έφαγαν λάχανο» λαϊκιστές όπως ο Σπύρος Κυπριανού και ο Τάσσος Παπαδόπουλος, ενώ το ΑΚΕΛ σταθερά εκτός τόπου και χρόνου φώναζε «ο Μακάριος στη Μόσχα».
Δυστυχώς για τη χώρα μας το ΑΚΕΛ παραμένει σταθερά εκτός τόπου και χρόνου ακόμα και σήμερα.
Γιατί όχι;
Η Κύπρος από το 1960 είχε σταθερά στο έδαφός της νατοϊκά στρατεύματα, αλλά δεν μπορούσε να διαδραματίσει ως χώρα ρόλο εντός του ΝΑΤΟ. Ποιος θα μπορούσε να ήταν αυτός ο ρόλος; Θα μπορούσε να ήταν παρόμοιος με τον μικρό ρόλο που μας αναλογεί σήμερα στην ΕΕ. Εν τοιαύτη περιπτώσει είναι μάλλον σίγουρο ότι δεν θα φτάναμε με τόση ευκολία στην καταστροφή του 1974, αφού εκ των πραγμάτων δεν θα υπήρχε ανάγκη για εγγυήτριες δυνάμεις. Κάποιοι σήμερα με τάσεις μηδενισμού ερωτούν τι κέρδισε η Ελλάδα από την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Μήπως το μισό Αιγαίο το οποίο διεκδικεί η Τουρκία;
Αυτό είναι και το βασικό επιχείρημα, υπό άλλες συνθήκες βέβαια, όσων θέλουν σήμερα λύση του Κυπριακού με ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Η λύση του Κυπριακού θα επέλθει εντός της ΕΕ, οπότε θα λειτουργήσει σε πλήρη εναρμόνιση με το κοινοτικό κεκτημένο. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ θα μας απαλλάξει από τις παρωχημένες εγγυήσεις του 1960 με τα όποια μονομερή δικαιώματα διεκδικούν οι εγγυήτριες δυνάμεις. Σε τέτοια περίπτωση η Κύπρος θα μετατραπεί σε μια κανονική χώρα, όπως κανονική χώρα θα γινόταν και η Τουρκία αν γινόταν μέλος της ΕΕ, με πολλές δυνατότητες να απαλλαγεί και από το τελευταίο κατάλοιπο αποικιοκρατίας που είναι οι Βρετανικές Βάσεις.
Η Βάση Ακρωτηρίου θα μπορούσε να αποτελέσει ιδανική βάση του ΝΑΤΟ με αποτέλεσμα να μην χρειαστούν εκατοντάδες εκατομμύρια για αναβάθμιση της αεροπορικής βάσης στην Πάφο. Μια νατοϊκή βάση θα μας απάλλασσε από δεκάδες άλλες βάσεις και στρατόπεδα που έχουν οι Τούρκοι στη βόρεια Κύπρο, θα μας απάλλασσε από δεκάδες στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς, της Ελλάδας, της Βρετανίας και των εγκαταστάσεων που διαθέτουν οι Αμερικανοί στη νότια Κύπρο. Σήμερα η Κύπρος για να θυμηθούμε και τους στίχους του Αλκαίου, είναι ένα απέραντο στρατόπεδο, ένα ατέλειωτο «πεδίο βολής φθηνό, όπου ασκούνται βρίζοντας ιθαγενείς και ξένοι φαντάροι».
Ένα αναγκαίο κακό
Πριν μερικά χρόνια ο Πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, εκφράζοντας τη διάσταση απόψεων μεταξύ ευρωπαϊστών και ατλαντιστών, αποκάλεσε το ΝΑΤΟ έναν οργανισμό εγκεφαλικά νεκρό. Η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία επανέφερε τον φόβο των Σοβιετικών στις πρώην ανατολικές χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και αναβάθμισε τον ρόλο του ΝΑΤΟ ακόμα και εις βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ρευστότητα στη Μέση Ανατολή επίσης ενίσχυσε τη σημασία του ΝΑΤΟ ως δύναμης αποτροπής και σταθερότητας.
Το ΝΑΤΟ, με την ΕΕ να μην διαθέτει δικό της πυλώνα ασφαλείας, είναι εν ολίγοις μια αναγκαιότητα και για την Κύπρο, αφού βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα θα μπορούσε να μας απαλλάξει από τρέχουσες ασύμμετρες απειλές στην περιοχή, αλλά κυρίως από εγγυητές μιας άλλης παρωχημένης εποχής. Μια αναγκαιότητα ασφαλείας της χώρας μας ή έστω ένα αναγκαίο κακό, αν προτιμούν να το πούμε έτσι κάποιοι φίλοι της Αριστεράς.
Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στις 1.12.24