| ΚΥΠΡΙΑΚΟ |

Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

ENGLISH (ΑΓΓΛΙΚΑ) TÜRKÇE (ΤΟΥΡΚΙΚΑ)

Διάβασα ένα καθηλωτικό απόσπασμα από το βιβλίο του ελληνοκύπριου λογοτέχνη Γιώργου Μολέσκη, «Κάθε Ιούλιο Επιστρέφω», στο οποίο περιέγραφε την εμπειρία επιστροφής στο σπίτι του, στο χωριό του τη Λύση, μετά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων το 2003.

«…Μπήκα όπως που να έμπαινα σε ξένο σπίτι. Ήταν σχεδόν άδειο, δεν υπήρχαν ούτε έπιπλα ούτε τίποτε άλλο. Τα μάρμαρα στο πάτωμα ήταν ξεφλουδισμένα και σε κάποια σημεία βγαλμένα εντελώς, το γύψινο επικάλυμμα των τοίχων γεμάτο σχισμές. Κάτω στο πάτωμα, στον ηλιακό, υπήρχαν δυο παλιά κρεβάτια και δυο μισοσπασμένες καρέκλες, πάνω στις οποίες κρέμονταν κάτι κουρέλια. Το δωμάτιο αριστερά, που παλιά το χρησιμοποιούσαμε ως το επίσημό μας σαλόνι, με τη σουβάντζα στολισμένη με παλιά πιάτα και γυαλικά, τη βιτρίνα με τα ασημικά, το τραπέζι με το κεντητό τραπεζομάντηλο και τις φωτογραφίες κρεμασμένες στους τοίχους μέσα σε ξύλινες κορνίζες, ήταν κλειστό και η πόρτα του καρφωμένη με ξύλα, έτσι που δεν μπορούσε κανείς να μπει μέσα. Ίσως κάποιος από τους προηγούμενους κατοίκους του να φύλαγε εκεί κάποια προσωπικά του πράγματα, ή και τα έπιπλα του παλιού σπιτιού, δεν μπορούσαμε όμως να ξέρουμε, ούτε και να ρωτήσουμε, δεν είχαμε κοινή γλώσσα επικοινωνίας και αυτή των χειρονομιών δεν ήταν αρκετή για τέτοιες κουβέντες. Το άλλο δωμάτιο στα δεξιά, με την καμάρα στη μέση και τον μεγάλο σιδερένιο χαλκά ψηλά στο κέντρο της, απ’ όπου σαν ήμασταν παιδιά κρεμούσαμε τις λαμπριάτικες μας αιώρες, ήταν τώρα μισό, αφού στη μια του πλευρά είχαν χτίσει ένα άλλο, μικρό και χαμηλό δωμάτιο, ίσως λουτρό, ή τουαλέτα.

Μου φαινόταν πως όλο το σπίτι είχε μ’ ένα παράξενο τρόπο μικρύνει, οι τοίχοι είχαν μαζευτεί, τα ταβάνια είχαν χαμηλώσει, η ίδια η παλιά ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο ανώγειο του σπιτιού, όπου ήταν το γραφείο και το υπνοδωμάτιό μου, μου φαινόταν στενή και άβολη. Το δωμάτιο μικρό και στενάχωρο κι αυτό. Και όλο το σπίτι ήταν σκοτεινό, δίχως εκείνο το άπλετο φως που το γέμιζε κάθε φορά που το σκεφτόμουν. Τα παράθυρα ήταν όλα κλειστά, όπως και η μεγάλη καμαρόπορτα που έβλεπε στο νότο και οδηγούσε από τον ηλιακό στην εσωτερική αυλή. Απ’ εκεί έμπαινε όχι μόνο το φως, αλλά και ο ίδιος ο ήλιος και γέμιζε το δωμάτιο. Ήταν όμως και κάτι άλλο, ήταν η σκιά του χρόνου και της αποξένωσης, που έπεφτε βαριά ανάμεσα σ’ εμένα και το σπίτι, η συνέχεια είχε κοπεί…».

Βρήκα την τελευταία παράγραφο συγκλονιστική. Το δε καταληκτικό συμπέρασμα, καταλυτικό. «Η σκιά του χρόνου και της αποξένωσης, που έπεφτε βαριά ανάμεσα σ’ εμένα και το σπίτι, η συνέχεια είχε κοπεί…».

Θυμήθηκα κάτι που μου είχε πει η Τούλα Λιασή, κόρη του «πατριάρχη των εγκλωβισμένων» Σάββα Λιασή, σε μια παλαιότερη συνομιλία μας που είχε δημοσιευτεί στον Φιλελεύθερο. Απ’ όσο σε γνωρίζω, της είπα, θα έλεγα ότι είσαι ένας άνθρωπος συναισθηματικός, μα συνάμα έχεις δημιουργήσει και μια απόσταση ασφαλείας…

«Δεν είναι απόσταση ασφαλείας. Είναι απόσταση. Σκέτη. Που δημιουργείται από τον χρόνο. Από τις εμπειρίες. Κι από τη γνώση. Και η απόσταση αυτή σε βοηθά να βλέπεις τις καταστάσεις πιο ρεαλιστικά. Δεν είναι ένα προστατευτικό τείχος που έχω κτίσει. Είναι ο χρόνος και ό,τι αυτός έφερε και χώρεσε στο μεσοδιάστημα. Γι’ αυτό λέω τον χρόνο συνεπή. Αυτός είναι ο μόνος συνεπής στην πορεία του»!

Αφορμή εκείνης της συνομιλίας μας ήταν το λεπτομερέστατο ημερολόγιο που κρατούσε καθημερινά κατά τον πρώτο χρόνο της εισβολής, όντας εγκλωβισμένη με την οικογένειά της στην Αγία Τριάδα της Γιαλούσας – πριν φύγει το 1975 για σπουδές. Της επιτράπηκε να επιστρέψει ξανά το 1995 και έκτοτε το επισκέπτεται συχνά. Και όσο ζούσαν οι γονείς της αλλά και τώρα, μετά το θάνατο του πατέρα της, το 2019, οπόταν και έμεινε αυτή, το σπίτι και οι αναμνήσεις της.

«Πλέον μένουν στο χωριό μου περισσότερα χρόνια απ’ ό,τι έμεινα εγώ», μου είπε κάποια στιγμή μιλώντας για τους έποικους που ήρθαν στον τόπο τους τα μετέπειτα χρόνια. «Είναι μια σκληρή πραγματικότητα. Γιατί συνειδητοποιείς ότι έχουν ριζώσει. Ότι δεν θα φύγουν ποτέ, ότι η γειτόνισσά μου δεν θα μπορεί να επιστρέψει σπίτι της, ότι η κατάσταση δεν θα γίνει όπως ήταν πριν…».

Ο τόπος μπορεί να γίνει ξανά ίδιος, Τούλα, την ρώτησα.

Ούτε εγώ είμαι ίδια, ούτε ο τόπος είναι ίδιος. Όπως προχώρησα εγώ, προχώρησε και ο τόπος. Ο τόπος δεν είναι μια γεωγραφική περιοχή, είναι οι άνθρωποι, οι εμπειρίες, τα βιώματα…

«Εν τω μεταξύ, ο χρόνος κυλά, τα χρόνια περνούν. Κάποιοι φεύγουν από τη ζωή», λες σε κάποιο σημείο του «ημερολογίου». Ποιος είναι ο φόβος σου και ποια η ελπίδα σου;

Η ελπίδα μου είναι να λυθεί το Κυπριακό.

Υπάρχει ακόμα;

Υπάρχει, φυσικά και υπάρχει. Έχω πάρει την αισιοδοξία του πατέρα μου. Δεν ξέρω ρεαλιστικά τι πιθανότητα υπάρχει, αλλά η ελπίδα είναι εκεί.

Και ο φόβος σου;

Να μη χάσω το σπίτι μου. Κοίτα, μεταξύ μας, ο φόβος μου είναι πως, ύστερα από 50 χρόνια, όταν εγώ δεν θα υπάρχω πια και τα παιδιά μου θα είναι κι αυτά ηλικιωμένα και δεν θα έρχονται στο χωριό, το σπίτι μου θα χαθεί. Κι αυτό και το χωριό μου. Υπάρχει το σπίτι μου, γιατί έμειναν στον τόπο τους οι γονείς μου, υπάρχει τώρα γιατί υπάρχω εγώ…

Και γιατί θέλεις να μείνει μεταξύ μας;

Δεν ξέρω αν ενδιαφέρει αυτό κάποιον. 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε ως editorial στο περιοδικό Down Town, που κυκλοφορεί μαζί με την εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», τον Αύγουστο του 2021.

Πηγή: Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

image_printPrint
Share:
ΘΑΝΑΣΗΣ ΦΩΤΙΟΥ | ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Γεννήθηκε στην Αμμόχωστο. Σπούδασε δημοσιογραφία στην Αθήνα κι από το 1995 εργάζεται ως δημοσιογράφος. Εργάστηκε στα περιοδικά του Δημοσιογραφικού Οργανισμού ΔΙΑΣ και των Ειδικών Εκδόσεων. Από το 2007 ανήκει στο δυναμικό του Δημοσιογραφικού Οργανισμού «Ο Φιλελεύθερος» ως Διευθυντής Σύνταξης μηνιαίων και εβδομαδιαίων περιοδικών. Παράλληλα, από το 2021 και ως υπεύθυνος έκδοσης του κυριακάτικου ενθέτου «Ελεύθερα» της εφημερίδας «Ο Φιλελεύθερος». Αρθρογραφεί στα έντυπα του συγκροτήματος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ