ENGLISH (ΑΓΓΛΙΚΑ) TÜRKÇE (ΤΟΥΡΚΙΚΑ)
Και η τελευταία συνέντευξη του Νίκου Αναστασιάδη (ενός και ενός προηγουμένως) έδειξε με απόλυτη γλαφυρότητα γιατί τα ΜΜΕ απαξιώνονται. Γιατί η κοινωνία θεωρεί ότι είναι μέρος ενός συστήματος που απλά δεν δουλεύει
Το 2004 όταν η κυβέρνηση δοκίμαζε τα όρια της Δημοκρατίας- ταυτίζοντας με αλλότρια κίνητρα την αντίθετη άποψη και ρίχνοντας λάσπη στους διαφωνούντες- δεν ήταν μόνη. Στο πλάι της βρέθηκε και ένα τεράστιο κομμάτι του δημοσιογραφικού κόσμου. Το οποίο ανέλαβε ρόλο εκπροσώπου της εξουσίας, συνδράμοντας στις συνθήκες ανελευθερίας που επιχειρούσε να επιβάλει ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Ένα βιντεάκι, που κυκλοφορεί από κεντρικό δελτίο ειδήσεων της εποχής, με δύο δημοσιογράφους να υιοθετούν το αφήγημα της τότε κυβέρνησης περί πρακτόρων των Αμερικανών (εκφράζοντας τον συγκλονισμό τους που κάποιοι χρηματίζονται για να προωθούν το Σχέδιο Ανάν, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη για οποιαδήποτε στοιχειοθέτηση), είναι χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικράτησε εκείνη την περίοδο. Κυρίως όμως της ευθύνης που ανέλαβε τότε η δημοσιογραφία. Η οποία, αντί να ελέγξει την εξουσία και να σταθεί ανάχωμα στον φασισμό, έγινε το βήμα για την επιβολή του. Ήταν η πρώτη φορά που η δημοσιογραφία δοκιμαζόταν σε τέτοιες συνθήκες, δείχνοντας τεράστια αδυναμία να ανταποκριθεί στον ρόλο της.
Πολλά άλλαξαν από τότε. Το πολιτικό δυναμικό του 2004 στην πλειονότητά του έφυγε (αν και, όπως έδειξε προχθές η αναφορά της κυβέρνησης σε υιοθέτηση του τουρκικού αφηγήματος, όχι και οι πρακτικές του), το κομμάτι όμως της δημοσιογραφίας που καθόρισε την περίοδο εκείνη παρέμεινε στο προσκήνιο. Όπως και οι δύο πρωταγωνιστές του βίντεο. Ο ένας έγινε στην πορεία βουλευτής, ενώ ο άλλος ήταν αυτός που ανέλαβε την ευθύνη να ανακρίνει τον Νίκο Αναστασιάδη, που το 2004 είχε βρεθεί στο αντίπαλο στρατόπεδο, εκείνο των «πρακτόρων». Έχοντας ενώπιόν του έναν άνθρωπο που ελέγχεται (από την Αρχή αλλά και την κοινή γνώμη) για ζητήματα διαφθοράς, που κατηγορείται πως άνοιξε τον δρόμο για λύση 2 κρατών, ήταν λες και απλά βρέθηκε εκεί για να δώσει φωνή στον τέως Πρόεδρο ώστε να αντεπιτεθεί. Να μετατραπεί από κατηγορούμενος σε κατήγορο. Με τις όποιες παρεμβάσεις του να δημιουργούν την εντύπωση και ως στόχο είχαν να τον βοηθήσουν να καταστήσει το αφήγημά του ακόμα πιο ελκυστικό ή πειστικό. Το μόνο ουσιαστικό ερώτημα που έθεσε ήταν κατά πόσο θα έλεγε «mea culpa» για τη στάση του το 2004, για να επιβεβαιωθεί ο ίδιος για τον τρόπο που λειτούργησε τότε. Ενώ τέτοια ήταν η ταύτισή του στην πορεία με τον άνθρωπο που καθηκόντως θα έπρεπε να έχει απέναντί του που, όταν ο Νίκος Αναστασιάδης υπέδειξε ότι στον ΔΗΣΥ, «αντί να κάμουμε αυτοκριτική γιατί χάσαμε, προσπαθούμε να βρούμε ποιος ήταν η αιτία να χάσουμε», έσπευσε να ρωτήσει: «Γιατί χάσαμε;». Επιβεβαιώνοντας πως το πρόβλημα δημοκρατίας μας δεν περιορίζεται στο επίπεδο της πολιτικής μας.
Μόλις πρόσφατα η κοινωνία έδειξε (για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό) την αποστροφή της προς την υφιστάμενη κατάσταση. Αυτή η απαξίωση δεν κατευθύνθηκε μόνο προς το πολιτικό δυναμικό, αλλά προς ολόκληρο το σύστημα. Και η τελευταία συνέντευξη του Νίκου Αναστασιάδη έδειξε με απόλυτη γλαφυρότητα γιατί τα ΜΜΕ απαξιώνονται. Γιατί η κοινωνία θεωρεί ότι είναι μέρος ενός συστήματος που απλά δεν δουλεύει.
Η γενικότερη παρουσία ΜΜΕ και δημοσιογράφων αλλά και ο τρόπος που επιλέγουν να λειτουργήσουν όταν απέναντί τους έχουν την εξουσία, όπως σε προηγούμενη συνέντευξη του Αναστασιάδη ή αυτή του Νίκου Χριστοδουλίδη ή και της Αννίτας Δημητρίου είναι απόλυτα ενδεικτικές της αδυναμίας της δημοσιογραφίας να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο στην εξουσία, μέσα από διακριτούς ρόλους, επιτρέποντας στη δημοκρατία να λειτουργήσει. Κυρίως, όμως, είναι ενδεικτικές της κανονικοποίησης αυτής της απουσίας ελέγχου. Όπου ένας θεσμός, υποτίθεται επιφορτισμένος με τη διασφάλιση της λογοδοσίας, δεν έχει κανένα πρόβλημα να δημιουργεί την εικόνα ότι λειτουργεί ως κομμάτι του συστήματος. Να δίνει την εντύπωση πως είναι εκεί όχι για να το ελέγξει αλλά για να το υπηρετήσει. Αυτολογοκρίνεται, βιώνει ενοχικά τον όποιο έλεγχο καμώνεται πως επιδιώκει να κάνει, και που έχει περιορίσει τον ρόλο του στο να βγάζει ειδήσεις που θα σπρώξουν προς τα πάνω τα clicks, ειδήσεις που δεν είναι αποτέλεσμα ελέγχου αλλά του τι ο ίδιος ο πολιτικός επιθυμεί να αναδείξει. Όποτε και όπου επιθυμεί. Μια δημοσιογραφία που λειτουργεί ως φερέφωνο του συστήματος αντί ως τέταρτη εξουσία. Με αποτέλεσμα το πολιτικό σύτσημα να φαντάζει πλέον, πέρα από εντελώς απαξιωμένο, και εντελώς ανεξέλεγκτο.
Με την αξιοπιστία της πολιτικής και των θεσμών στα τάρταρα, το βάρος του ελέγχου και της επαναφοράς θα μπορούσε να είχε αναλάβει η δημοσιογραφία. Εδώ και 20, όμως, χρόνια δείχνει όχι μόνο να μην αποτελεί τη λύση αλλά ένα από τα κύρια προβλήματα που στέκουν εμπόδιο στη εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας. Επιβεβαιώνεται καθημερινά ότι η πολιτική ηγεσία είναι ανίκανη να ανταποκριθεί στον ρόλο της, ακόμα πιο ανίκανη όμως να ανταποκριθεί στον ρόλο της είναι η λεγόμενη τέταρτη εξουσία.
Είναι γι’ αυτό που το ερώτημα του δημοσιογράφου ήταν ορθό. Διότι το «γιατί χάσαμε» δεν αφορούσε μόνο τον ΔΗΣΥ. Αφορούσε όλους όσοι αποτελούμε αυτή τη χώρα.
Πηγή: ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΧΑΣΑΜΕ!