ENGLISH (ΑΓΓΛΙΚΑ) TÜRKÇE (ΤΟΥΡΚΙΚΑ)
Την Τρίτη, κι ενώ στην Κύπρο περπατούσαμε στα απόνερα της Χλώρακας κινδυνεύοντας να πατήσουμε το αυγό του φιδιού, είδα στον Τύπο, διεθνή και εγχώριο την είδηση ότι στη Χιλή, οι χουντικοί δολοφόνοι του τροβαδούρου της ειρήνης Βίκτορ Χάρα καταδικάζονται αμετάκλητα 50 χρόνια μετά.
Ο Βίκτορ Χάρα, ο άνθρωπος που έγραψε το σπουδαίο «Venceremos», («Θα νικήσουμε») που έγινε ύμνος στα χείλη όλων των καταπιεσμένων του πλανήτη, ήταν ίσως το πιο διάσημο θύμα της χούντας του Πινοσέτ που ανέτρεψε τον Αλλιέντε στις 11 Σεπτεμβρίου 1973. Η φήμη του είχε ξεπεράσει τα σύνορα της Χιλής και τραγουδήθηκε από σπουδαίους καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο. Ο Χάρα ήταν ανάμεσα στις 5000 αριστερούς που συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Στάδιο του Σαντιάγο. Εκεί υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Οι βασανιστές του αφού του έσπασαν τα δάκτυλα τού ζητούσαν να παίξει κιθάρα και να τραγουδήσει. Ο Χάρα τους τραγούδησε το «Venceremos». Τον εκτέλεσαν με μια σφαίρα στο κεφάλι. Ήταν 16 Σεπτεμβρίου 1973. Για τη δολοφονία του Χάρα, τη Δευτέρα το ανώτατο δικαστήριο της Χιλής επέβαλε ποινές κάθειρξης σε βάρος επτά πρώην στρατιωτικών, ηλικίας μεταξύ 73 και 85 ετών. Θα εκτίσουν ποινές διάρκειας 8 ως και 25 ετών κάθειρξης. Τώρα οι Χιλιανοί δημοκράτες μπορούν επιτέλους να φωνάξουν «Venceremos»… Θυμήθηκα κι εγώ τις 15 Ιουλίου του 1974 στη Λάρνακα και ανακάλεσα τους δικούς μου νεκρούς, για τους οποίους γράφω μισό αιώνα τώρα, ρεπορτάζ και άρθρα και ποιήματα, και «πήρα την ευχή της μάνας μου και πήγα στον πόλεμο γυμνός. Ζήτησα αλλά όπλο δεν μού ’δωσαν κι έφερα πίσω τέσσερεις νεκρούς σκεπασμένους με κλάδο ελαίας. Κι έπλυνα τα χέρια μου εκεί που κοκκίνιζε η θάλασσα από ντροπή, φαιόχωμα κι εφιάλτες…
Την Πέμπτη είδα μια ανάρτηση του ξενιτεμένου φίλου Νικήτα Χριστοδουλάκη με την οποία διατύπωνε ένα σπαρακτικό ερώτημα: «49 χρόνια μετά τη δολοφονία του Δώρου Λοΐζου, θα ήθελα να υποβάλω ένα απλό ερώτημα. Επειδή τότε ήμουν 13 χρόνων, σήμερα 62, θα γράψω τρία ονόματα τα οποία συγκράτησα πολύ καλά στη μνήμη μου για 49 χρόνια τώρα και θα ρωτήσω τι σχέση έχουν οι τρεις πιο κάτω με την απόπειρα κατά της ζωής του Βάσου Λυσσαρίδη και τη δολοφονία του Δώρου Λοΐζου, και παρέθεσε τα τρία γνωστά ονόματα με «στραβά καπέλα», τα οποία πρόσωπα οι παροικούντες την Λευκωσία της εποχής εκείνη γνωρίζουν πολύ καλά. Την προηγούμενη μέρα, την Τετάρτη, ο συνάδελφος Κώστας Βενιζέλος είχε ένα εξαιρετικό άρθρο στον «Φ», στο οποίο μεταξύ άλλων σημείωνε: «Οι καπνοί από τους τουρκικούς βομβαρδισμούς δημιουργούσαν έναν αποπνιχτικό σύννεφο, που απλωνόταν πάνω από τη Λευκωσία. Οι πρόσφυγες αναζητούσαν μια στέγη, προσωρινή, όπως πίστευαν. Οικογένειες έψαχναν τους αγνοούμενους τους. Μέσα σε αυτό το κλίμα, της προδοσίας, της καταστροφής, της κατοχής, δολοφονήθηκε στις 30 Αυγούστου 1974, από την ΕΟΚΑ Β΄, ο Δώρος Λοΐζου. Τρεις ήταν οι δράστες. Γνωστοί- «άγνωστοι». «Κοίτα αυτό το άσπρο Mazda γιατρέ. Δεν έχει αριθμούς εγγραφής. Είναι από αυτά της ΕΟΚΑ Β΄», είπε ο Δώρος στον ηγέτη της ΕΔΕΚ Βάσο Λυσσαρίδη και είχε δίκαιο. Τα καλάσνικοφ στράφηκαν εναντίον τους και άρχισαν να αδειάζουν τις σφαίρες τους στο αυτοκίνητο. Ο Λυσσαρίδης, η σύζυγος του Δώρου, Βαρβάρα Λοΐζου, τραυματίσθηκαν, ο Δώρος σκοτώθηκε. Τον δολοφόνησαν.» … Οι φονιάδες κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι, η υπόθεση δεν έκλεισε αλλά είναι… κλειστή, υπογραμμίζει ο Κώστα Βενιζέλος.
Και στη Λάρνακα οι φονιάδες κυκλοφορούν ελεύθεροι. Εκεί οι νεκροί ήταν τέσσερεις: Γιώργος Χατζηστεφανής, Αχιλλέας Κουρτελλής, Γιώργος Χαραλάμπους, Αντρέας Θεοδοσίου. Δολοφονήθηκαν την 15η Ιουλίου 1974 στο κέντρο της πόλης, από γνωστούς Λαρνακείς της ΕΟΚΑ Β΄. Όλοι τους ξέρουν, με τα ονόματα τους. Η υπόθεση δεν έκλεισε αλλά είναι… κλειστή! Το γνωρίζω διότι εκτός από το γεγονός πως από τύχη οι σφαίρες δεν σκότωσαν εμένα αλλά τον Γιώργο Χατζηστεφανή που ήταν μπροστά μου, τον Γιώργο Χαραλάμπους που ήταν δίπλα μου και τον Ανδρέα Θεοδοσίου που ήταν πίσω μου, μαζί τους εκείνη της μέρα πέθανε η εφηβεία μου, η επανάσταση μου και η δημοκρατία μου. Όση έφτασα να καταλάβω, να φτιάξω και να απαγγείλω. Η δημοκρατία μου που δολοφονήθηκε ενώπιον μου και που το άλικο αίμα της, μου έβαψε το πρόσωπο και τα ρούχα. Κι όμως θυμάμαι και τον Αλκίνοο κι ανατριχιάζω όταν λέει: Μα óταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν/ξέρω óτι δεν έχουν νέα για να μου πουν/Ήμουν εγώ στη φωτιά, ήμουν εγώ η φωτιά/είδα το τέλος με τα μάτια ανοικτά. Είδα τον πóλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα προδομένη απó μέσα, απ’ τους πιο πατριώτες. Να ’χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με τ’ óπλο στο στóμα/Τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα τη Βουλή… Κι ο Δώρος Λοΐζου, πίσω από το διάτρητο παρμπρίζ της ιστορίας προειδοποιεί: Θα ρθούν οι γνωστικοί να μου βάλουν τρικλοποδιά, γιατί τους διώχνω τους πελάτες από τα μαγαζιά… Θα ρθούν οι γελοίοι, οι σοβαροί… Οι ανατολικοί, οι δυτικοί… Οι προτεστάντες, οι καθολικοί…Οι δικοί, οι οχτροί…Οι διαόλοι, οι θεοί…Τελοσπάντων όλοι, εκείνοι κι αυτοί/που παίρνουν τη ζωή σαν καπρίτσιο της στιγμής…
Κι όπως η πραγματική δικαιοσύνη ξεθωριάζει εντελώς και οι δικολάβοι θριαμβεύουν στο δρόμο προς τη Χλώρακα θα δανειστώ τις τελευταίες γραμμές του Κώστα Βενιζέλου (Φ. 30.08.2023): «Οι δολοφόνοι, κι αυτοί που πάτησαν τη σκανδάλη, κι αυτοί που έδωσαν τις εντολές, έχουν μπει στο αρχείο. Σαράντα εννέα χρόνια μετά, επειδή ο φασισμός δεν πολεμήθηκε, ενισχύεται. Οι απόγονοι της ΕΟΚΑ Β΄ και με κοινοβουλευτικό μανδύα (όχι για πρώτη φορά), δρουν ανενόχλητα και ενισχύονται. Σήμερα φοράνε κουκούλες, κρατούν ρόπαλα και δέρνουν. Αύριο;»…