| ΠΟΛΙΤΙΚΗ |ΠΟΛΙΤΗΣ

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ

ENGLISH (ΑΓΓΛΙΚΑ) TÜRKÇE (ΤΟΥΡΚΙΚΑ)

Αντί λοιπόν να μπούμε και πάλι σε μια συζήτηση για το ποιος είναι ο καταλληλότερος για επόμενος Αρχιεπίσκοπος, ας δούμε πώς μπορούμε επιτέλους να επανεξετάσουμε τον ρόλο της Εκκλησίας, που χρόνια τώρα κρατά παγιδευμένη την παιδεία και την κοινωνία στάσιμη

Η πρώτη προσωπική επαφή που είχα με τον Χρυσόστομο Β’ ήταν το 2010, στην πρώτη συνέντευξη που πήρα για λογαριασμό της «Καθημερινής». Ήταν εκείνη η συνέντευξη στην οποία αναφέρθηκε στο ΕΛΑΜ ως μια ομάδα μορφωμένων παιδιών «με κρυστάλλινες απόψεις που αγαπούν την πατρίδα τους», και, με αφορμή το μεταναστευτικό, είχε μιλήσει για τον κίνδυνο να «γίνουμε εδώ μια πανσπερμία». Θυμάμαι να βγαίνω ενθουσιασμένος από την Αρχιεπισκοπή και να παίρνω τηλέφωνο την εφημερίδα για να μου κρατήσουν την κεντρική στήλη. Αν και στη συνέχεια πήρα συνεντεύξεις από πολύ σημαντικότερα πρόσωπα, ήταν η συνέντευξη που διαβάστηκε και σχολιάστηκε περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη. Φίλοι, για ένα μεγάλο διάστημα αναφέρονταν στον Αρχιεπίσκοπο ως τον μεγάλο ευεργέτη μου, υπονοώντας πως ήταν αυτός που μου έδωσε τη μεγαλύτερη προβολή.

Ακολούθησαν πολλές τοποθετήσεις του Αρχιεπισκόπου. Στην πλειοψηφία τους ακραίες και αμφιλεγόμενες. Ήταν λες και επιδίωκε να προκαλεί. Αδιαφορούσε για τον καθωσπρεπισμό, λάτρευε τη δημοσιότητα. Το ίδιο όμως τον λάτρευαν και τα ΜΜΕ. Κάθε δήλωση του γινόταν αυτομάτως πρώτη είδηση, ενώ, αναγόταν στα social media σε debate θέσεων. Από τις αντιδράσεις στις τοποθετήσεις του, μετρούσαν όλοι τον πατριωτισμό ή προοδευτισμό τους.

Κάποιος θα χρειαζόταν τόμους ολόκληρους για να καταγράψει τα όσα εκπληκτικά είπε. Όπως το καλοκαίρι του 2007 όταν, στις επικρίσεις για το μικρό ποσό που δόθηκε για τις δολοφονικές πυρκαγιές στην Ελλάδα, απάντησε ότι «τα χρήματα της Εκκλησίας δεν είναι για να τα πετάμε στον γάμο του καραγκιόζη» ή τον Μάιο του 2016 όταν έσπευσε να εκφράσει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι το ΕΛΑΜ μπήκε στη Βουλή, διότι «χρειάζονται οι ακραίοι ώστε οι υπόλοιποι να είναι πιο προσεκτικοί». Όταν ενημέρωνε τους απανταχού πιστούς ότι «ο Θεός δεν σώζει κανένα δωρεάν», όταν δήλωνε ότι η Εκκλησία θα κάνει δικά της σχολεία για να βγάζει straight πολίτες, ή όταν ενώπιον της επιτροπής για τα διαβατήρια αποκάλυπτε «είπα στον Πρόεδρο πως είναι καιρός όλοι να σταματήσουν να κλέβουν, βάζω και τον εαυτό μου μέσα», όλες οι τοποθετήσεις είχαν κάτι κοινό. Κατέρριπταν τον υποτιθέμενο ρόλο της Εκκλησίας και δοκίμαζαν τα όρια της ηθικής. Το ίδιο και οι πράξεις του. Πλείστες φορές περισσότερο λειτουργούσε ως επιχειρηματίας παρά ως προκαθήμενος της Εκκλησίας. Όπως όταν είχε μεσολαβήσει προς το Υπουργείο Εσωτερικών για να λάβει διαβατήριο ο Τζο Λο, με τον άνθρωπο που κατηγορείται για υπεξαίρεση 4.5 δις στη Μαλαισία να εκδίδει, αμέσως μετά, επιταγή προς την Αρχιεπισκοπή ύψους €300.000. Άλλες λειτούργησε ως γκάγκστερ. Όπως όταν πήρε αναγκαστικό «δάνειο» από ποσό που είχε συλλεχθεί από πρόσφυγες Τραχωνίτες για ανέγερση εκκλησίας, και όταν η εκκλησιαστική επιτροπή διαμαρτυρήθηκε επειδή τα χρήματα δεν επιστράφηκαν, απάντησε πως θα τα πάρει όλα και δεν θα αφήσει ούτε σεντ.

Όταν ακόμα ήταν μητροπολίτης Πάφου είχε στείλει μπουλντόζες στην παραλία της Λάρας και πήρε άμμο για τη δημιουργία γηπέδων γκολφ. Διότι όπως υποδείκνυε «έχουν και οι άνθρωποι δικαιώματα, όχι μόνο οι χελώνες». Σε άλλη περίπτωση είχε απειλήσει το Τμήμα Αρχαιοτήτων ότι θα μπει με τρακτέρ σε χώρο όπου είχαν εντοπιστεί αρχαία και θα τα διαλύσει όλα, αφού ο χαρακτηρισμός του χώρου ως αρχαίου μνημείου έμπαινε εμπόδιο στα σχέδιά του για ανέγερση πεντάστερου ξενοδοχείου. Τελικώς, ο χώρος όχι μόνο αποχαρακτηρίστηκε, αλλά εκδόθηκε και πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση για δύο οικιστικούς πύργους 122 διαμερισμάτων. Τα έργα και οι ημέρες του είναι γεμάτα από παρεμβάσεις, παρανομίες και απειλές.

Ο θάνατός του, πέρα από την «επιβεβλημένη» αγιοποίησή του, άνοιξε και μια συζήτηση για το ποιος θα πρέπει να τον διαδεχθεί. Με όλους σχεδόν, ανάμεσά τους άνθρωποι που δεν είναι κομμάτι της Εκκλησίας, να εκφράζουν θέση για τον καταλληλότερο. Για να βεβαιωθούμε πως ο εκλεκτός δεν θα παρεμβαίνει στα του κράτους, δεν θα είναι ακραίος, δεν θα λειτουργεί ως να είναι υπεράνω του νόμου, θα είναι πιο πνευματικός. Το ποιος θα είναι ο επόμενος Αρχιεπίσκοπος, όμως, δεν θα μας αφορούσε παρά σε θεωρητικό μόνο επίπεδο, αν επικεντρωνόμασταν στην ουσία. Και η ουσία δεν θα έπρεπε να είναι οι θέσεις που εκφράζουν ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος και η Εκκλησία, αλλά ο ρόλος και η θέση τους στο κράτος. Οι προσβάσεις που διατηρούν στην εκτελεστική/νομοθετική εξουσία, η ασυλία που διαχρονικά απολαμβάνουν, η επιρροή που έχουν σε σημαντικότατους θεσμούς, η θέση τους στον δημόσιο διάλογο και στο δημόσιο γίγνεσθαι. Η οποία δεν έχει να κάνει τόσο με τον Αρχιεπίσκοπο, όσο με την πολιτεία και την κοινωνία. Τον ρόλο και την επιρροή του από αυτούς την αντλεί. Αν π.χ. δεν «διόριζε» τον υπουργό και δεν είχε λόγο στη διδακτική ύλη, δεν θα είχαν σημασία οι απόψεις του επόμενου Αρχιεπισκόπου για την παιδεία. Αν οι θεσμοί λειτουργούσαν σωστά, δεν θα είχε σημασία αν θέλει να χτίσει πάνω σε αρχαία. Όπως δεν θα είχε καμιά σημασία πόσο ακραίες ή ρατσιστικές είναι οι θέσεις που εκφράζει αν δεν επιλέγαμε να τον ανάγουμε σε κεντρικό χαρακτήρα για λίγους ψήφους, μια κεντρική στήλη, ένα παράσημο προοδευτικότητας.

Ο Αρχιεπίσκοπος εκπροσωπεί έναν θεσμό. Στον ίδιο τον θεσμό εναπόκειται να επιλέξει αυτόν που θεωρεί ότι τον εκφράζει καλύτερα. Στους υπόλοιπους εναπόκειται να καταστήσουμε διαφορετική τη θέση και την κάλυψη που του δίναμε. Να απαιτήσουμε να μην παρεμβαίνει σε όσα δεν θα έπρεπε. Κυρίως όμως να υπάρξει επιτέλους ξεκάθαρος διαχωρισμός κράτους – Εκκλησίας. Αντί λοιπόν να μπούμε και πάλι σε μια συζήτηση για το ποιος είναι ο καταλληλότερος, ας δούμε πώς μπορούμε επιτέλους να επανεξετάσουμε τον ρόλο της Εκκλησίας, που χρόνια τώρα κρατά παγιδευμένη την παιδεία και την κοινωνία στάσιμη. Ας είναι αυτές οι Αρχιεπισκοπικές εκλογές η αφορμή και απαρχή να ασχοληθούμε με τα σημαντικά και ουσιαστικά.

Πηγή: Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ

image_printPrint
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ | ΠΟΛΙΤΗΣ
Ο Αντώνης Πολυδώρου σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Essex και έκανε το μεταπτυχιακό του στα Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Bath. Έχει συμμετάσχει σε αριθμό μελετών ως συνεργάτης στο Universite Libre de Bruxelles (ULB) και στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Κύπρου κυρίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Αρθρογραφει στην εφημερίδα «Πολίτης» τα τελευταία 10 χρόνια.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ