ENGLISH (ΑΓΓΛΙΚΑ) TÜRKÇE (ΤΟΥΡΚΙΚΑ)
Δεν ήταν ακριβώς σιωπή. «Μια βουβαμάρα σαν καταχνιά» ήταν που σκέπασε όλους, μεγάλους και μικρούς, πέντε τον αριθμό, που καθόντουσαν εκείνη την ώρα, βράδυ, κάπως αργά, γύρω από το τραπέζι· ναι, η φράση αυτή της Διδώς Σωτηρίου στην «Εντολή» αποδίδει σωστότερα θαρρώ αυτό που ακολούθησε, αφότου το πιάτο έπεσε στο πάτωμα και τα μικροσκοπικά θρύψαλα διασκορπίστηκαν σε κάθε γωνιά του δωματίου.
Στο λεπτοκαμωμένο αγόρι, ήταν δεν ήταν στα έξι του, έκαναν εντύπωση τα θραύσματα. Του φάνηκαν δυσανάλογα πολλά για το μικρό μέγεθος του πιάτου. Μα τότε δεν ήξερε. Ούτε καν αμυδρά μπορούσε να αντιληφθεί το πραγματικό μέγεθός του. Πόσο μάλλον τα τόσα όσα χωρούσε. Αυτό κι αν θα του φαινόταν δυσανάλογο. Χωράει σ’ ένα πιάτο ένας τόπος; Αν είναι δυνατόν!
Δεν κράτησε ώρα πολλή η βουβαμάρα, κάποια δευτερόλεπτα όλα κι όλα που όμως έμοιαζαν χρόνος πολύς, ατελεύτητος. Ώσπου απ’ το στόμα της γυναίκας βγήκε ένα σπαρακτικό «όι, Χαμπή», που εδραίωσε πια, αμετάκλητα και οριστικά, τον διαχωρισμό του «πριν» απ´ το «μετά», των ήδη χωρισμένων σε «πριν» και «μετά» ζωών τους.
Παρένθεση:
Πώς άραγε να μεγαλώνουν τα παιδιά που πόλεμο δεν είχαν στη ζωή τους; Με τι ιστορίες; Θα τους λένε, δεν θα τους λένε ιστορίες οι γονείς και οι παππούδες τους; Σίγουρα θα λένε και σ’ αυτά. Αλλά ποιες ιστορίες; Και πότε συνέβησαν; Στο σπίτι του όλες οι αφηγήσεις όφειλαν απαραιτήτως, έτσι έμαθε πως ήταν το σωστό, να προσδιορίζονται χρονικά. Όλα συνέβησαν «πριν τον πόλεμο» ή «μετά τον πόλεμο». Καμιά φορά οι δικοί του μπερδεύονταν και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον: «…πότε ήταν, Χαμπή, πριν τον πόλεμο ή μετά τον πόλεμο που…». Μπορεί να συμφωνούσαν, μπορεί να μην συμφωνούσαν, μπορεί να μην κατέληγαν, να ξεχνιόντουσαν απάνω στην κουβέντα, αφού τα ονόματα, οι δρόμοι, οι περιγραφές, τα βιώματα, οι αναμνήσεις οδηγούσαν σε άλλα ονόματα, σε άλλους δρόμους, σε άλλες περιγραφές, σε άλλα βιώματα και σε άλλες αναμνήσεις που γεννούσαν νέες ιστορίες και νέες αφηγήσεις… Όλα όμως, τα πάντα όλα, είχαν συμβεί «πριν τον πόλεμο» ή «μετά τον πόλεμο». Ουδέποτε και πουθενά αλλού δεν έγινε το οτιδήποτε! Της ζωής τους η μόνη βεβαιότητα.
Κλείνει η παρένθεση.
«Κειμήλιο απ’ το Βαρώσι», λοιπόν. Το μόνο. Τίποτε άλλο. Με το που ξέσπασε ο πόλεµος, ο άντρας στρατιώτης ακόμα, η γυναίκα μόνη στο σπίτι, πήρε τρία παιδιά παραμάσχαλα, το πιάτο µε το φαΐ απ’ το τραπέζι και έκλεισε πίσω της την πόρτα. Ούτε δεύτερη αλλαξιά ρούχα ούτε φωτογραφίες να έχουν οι θύμησες περίγραμμα δαντελωτό ούτε τίποτα. Θα την ξανάνοιγε, πίστευε, σε μερικές μέρες. Πόσο θα κρατούσε, άλλωστε; Μερικές μέρες; Μια βδομάδα; Δυο το πολύ; Μετά θα επέστρεφαν. Έτσι πίστευε. Κι αυτή και όλοι. Γι’ αυτό και στο νέο σπίτι, το πιάτο ήταν για χρόνια «το σπίτι» τους. «Το πιάτο και τα μάτια σας». Μέχρι εκείνο το βράδυ, που έπεσε και έσπασε. Και έκτοτε δεν έμεινε τίποτα χειροπιαστό από «το σπίτι» τους. Παρά μόνο πράγματα που κουβαλούσαν μέσα τους, αισθήματα και αναμνήσεις.
Το αγόρι, ωστόσο, η παιδική αθωότητα του οποίου κοίμισε εκείνες τις στιγμές για κάμποσα χρόνια, δεκαετία και βάλε, μέχρι που τις ξύπνησε ένα απόγευμα η ίδια φράση, «όι, Χαμπή», που βγήκε απ’ το στόμα της γυναίκας ακόμα πιο σπαραχτική τούτη τη φορά, υπόκωφη κι απόκοσμη, σαν άκουσε τον άντρα να της λέει πως η μάνα της σκοτώθηκε μ’ εκείνο τον άδικο τρόπο, πάντα πίστευε πως τίποτα δεν εξαλείφεται οριστικά, ότι τα μικροσκοπικά θρύψαλα του μικρού πιάτου εισχώρησαν στις γωνιές, στις ρωγμές και στις χαραμάδες των τοίχων, έγιναν ένα με την ύφη τους και συνέχισαν να τρέφονται σαν βολβός βαθιά ριζωμένος στη γη.
Πηγή: ΤΟ ΠΙΑΤΟ