ENGLISH (ΑΓΓΛΙΚΑ) TÜRKÇE (ΤΟΥΡΚΙΚΑ)
Μεταξύ πολλών άλλων, το κεφάλαιο κλείνει και με την ανεκτίμητη ικανοποίηση ότι κανείς δεν μπόρεσε να χαλάσει τα πρωινά αυτών που έπρεπε τόσο όσο εσύ! Λίγο το ‘χετε;
Και να σκεφτείτε πως, όταν ξεκίνησα να γράφω αυτή τη Στήλη, ο Κληρίδης δεν είχε ακόμα φτάσει στα μισά της δεύτερής του θητείας. Εγώ, είχα μόλις κλείσει τα 29, το μέλλον έμοιαζε πολύ λαμπρό για τη χώρα μας και ο βασικότερος προβληματισμός που είχαμε, ειδικά εμείς οι δημοσιογράφοι, ήταν σε τι Μέσο θέλαμε να δουλεύουμε.
Όχι μόνο σε ποιο αλλά και σε τι. Μας άρεσε λ.χ. η τηλεόραση; Εγώ την είχα αφήσει για τα έντυπα και δεν το είχα μετανιώσει παρά τις προτροπές συγγενών, φίλων και γνωστών ότι πετούσα το μέλλον μου στα σκουπίδια. Δεν το έχω μετανιώσει μέχρι σήμερα. Κάθε άλλο.
Θεωρώ άλλωστε, ακόμα περισσότερο τώρα που τη βλέπω πια να μικραίνει στον απώτερο ορίζοντα, ότι η ζωή είναι πολύ σύντομη για να μετανιώνει κανείς. Η δε δική μου ήταν συναρπαστική. Γεμάτη με λάθη, πάθη και υπερβολές αλλά πολλοί, πιστέψτε με, θα ήθελαν να την είχαν ζήσει. Μ’ αυτά που λέγονται δημοσίως και με όσα δεν λέγονται.
Έχω ακόμα, βέβαια. Εννοείται! Όσο η φύση το αφήσει. Και εάν σιχαίνομαι κάτι πραγματικά σ’ αυτόν τον τόπο είναι το πώς επιβάλλει στους ανθρώπους να νιώθουν ότι γερνούν πολύ πριν γεράσουν. Τους μαθαίνει να γίνονται μίζεροι και να σκοτώνουν καθετί το νεανικό που έχουν μέσα τους με το που γυρνάνε τα 40, μην σας πω και τα 30 ενίοτε. Απλώς τώρα, όπως και πολλοί από εσάς, ειδικά όσοι συνομήλικοι και πάνω δεν μπαίνουμε σε αυτή τη διαδικασία, έχουμε μάθει τη ζωή μας να την απολαμβάνουμε σε άλλους ρυθμούς, με άλλους τρόπους.
Κάθισα που λέτε, σήμερα, και καθώς προσπερνούσα το πολύ παράξενο συναίσθημα της δημιουργίας στο λάπτοπ του εγγράφου στο οποίο θα επιχειρούσα να φτιάξω -και το ήξερα εξαρχής ότι θα ήταν έτσι- ένα από τα πιο άβολα κείμενα που έγραψα ποτέ, πήγα πίσω σε εκείνες τις μέρες.
Τις μέρες που όντας ένας από τους πλέον τυχερούς της τελευταίας πραγματικά τυχερής γενιάς των δημοσιογράφων στην Κύπρο, γινόμουν, ας είναι καλά ο «Πολίτης» και οι άνθρωποι που με εμπιστεύτηκαν με πρώτο τον εκδότη μου, ο πρώτος και ο μοναδικός του είδους μας ο οποίος θα γινόταν αυτό που διεθνώς περιγράφεται με τον όρο full-time columnist. Αρθρογράφος πλήρους απασχόλησης. Κάποιος ο οποίος πληρώνεται απλά για να γράφει την άποψή του.
Άποψη. Ομολογώ ότι έχω γράψει (και) αμέτρητες ανοησίες στη ζωή μου. Ήταν το αρνητικό του να πρέπει να γράφεις κάθε μέρα, στην αρχή έγραφα και τις Κυριακές, κάτι που έκανε πολλούς συναδέλφους να με ρωτούν πώς τα κατάφερνα. Με την απάντηση να είναι ακριβώς αυτή: μα απλούστατα δεν τα κατάφερνα!
Δεν υπάρχει άνθρωπος ο οποίος να μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο χωρίς να μπει (και) στον πειρασμό της προχειρότητας, των ιδεοληψιών, των εμμονών, των λαθών του και των παθών του. Αν κάποιος θέλει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του και με τους άλλους και θέλει να δείχνει αυτό που είναι στο σύνολό του, με τα καλά του και με τα κακά του, αυτό θα πρέπει να το θεωρεί δεδομένο. Εκτός εάν θέλει να βγάλει κάτι άλλο προς τα έξω. Να μην τσαλακώνεται, να φτιάχνει μια σοβαρή εικόνα την οποία να υπηρετεί και να θεωρείται κάτι άλλο από αυτό που κάθε άνθρωπος είναι. Εγώ αυτό ήταν το μόνο που πάλεψα να αποφύγω.
Τι πέτυχα; Δεν νομίζω ότι πέτυχα κάτι. Κάτι τουλάχιστον που να αφορά τους άλλους, όχι μόνο εμένα. Είχα και έχω την ικανοποίηση ότι δεν έκανα εκπτώσεις. Αυτό ναι. Σωστή, σοβαρή, λανθασμένη ή και φαιδρή ακόμα πολλές φορές, η άποψή μου ήταν δική μου. Δεν διεκδικούσε κάτι, ήταν μια άποψη άλλωστε. Ήταν όμως ο κόσμος μου. Και εκείνες τις μέρες δεν ήταν αυτονόητο ότι μπορούσες να πεις τόσο απλά την άποψή σου.
Ήταν κάτι για το οποίο ο «Πολίτης» πολέμησε πολύ, ειδικά εκείνα τα χρόνια που οι πολιτικοί και όχι μόνο θεωρούσαν αυτονόητο να πάρουν τον εκδότη σου, τον διευθυντή σου, τον αρχισυντάκτη σου ή και εσένα για να βάλουν τις φωνές ή και να απειλήσουν ακόμα.
Με τον Τύπο να στέκει μια χαρά στα πόδια του τότε, ήταν θέμα επιλογής. Δικής σου και του Μέσου σου. Εάν εσύ έφτιαχνες ένα προϊόν που πουλούσε και εάν ο εκδότης σου ήταν έξυπνος και καταλάβαινε πως το συμφέρον του δεν ήταν να κάνει μπίζνες με πολιτικούς αλλά να επενδύσει στους αναγνώστες του και στη δουλειά που έπρεπε να κάνει ειδικά μια εφημερίδα, τότε ήταν δική του επιλογή να σε κρατήσει και δική σου να κάνεις τη δουλειά σου όπως γούσταρες.
Γνωρίζοντας έστω ότι ποτέ δεν θα σε διορίσουν κάπου αργότερα αλλά θα έχεις κάνει το κέφι σου. Θα έχεις χαλάσει αμέτρητες φορές τη διάθεση ανθρώπων που ο κόσμος δικαιολογημένα θα ήθελε να τους έχωνε αυτά που είχες την πολυτέλεια να τους χώσεις εσύ, θα έκανες αμέτρητους εχθρούς αλλά και φίλους. Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να νιώθεις ότι μπόρεσες να δώσεις φωνή στον κόσμο για να βγάλει προς τα έξω αυτά που δεν μπορούσε να μεταφέρει αλλιώς ως διαμαρτυρία, ως αγωνία. Και σίγουρα όχι σε ένα τόσο μεγάλο ακροατήριο.
Από αυτή τη μοναδική πολυτέλεια βιοποριζόμουν τόσα χρόνια, λοιπόν, και το θεωρώ τύχη μοναδική. Δεν ήταν εύκολο, ήταν αφάνταστα ψυχοφθόρο πολλές φορές αλλά δεν χρειαζόταν ποτέ κάτι ιδιαίτερο. Έπρεπε απλώς να έχεις καλό αισθητήριο, να ακούς και να βλέπεις προσεκτικά γύρω σου.
Είκοσι τρία χρόνια μετά, όταν κοιτάζω γύρω μου, βλέπω πως ο κόσμος έχει τουλάχιστον αλλάξει πολύ. Τα όνειρα της γενιάς μου, στα τόσο ανέμελα εκείνα χρόνια δεν εκπληρώθηκαν τελικά, παρά την απόλυτη και λογική βεβαιότητα των τότε ημερών η οποία δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα ερχόταν στη συνέχεια, αν το καλοσκεφτεί κανείς. Παραταύτα, η δική μου γενιά ήταν απείρως τυχερότερη συγκριτικά με εκείνην που προηγήθηκε αλλά και μ’ αυτήν που ακολούθησε.
Πέραν από την καθημερινότητα, ήταν τυχερή γιατί έβλεπε ξεκάθαρα την προοπτική. Δεν υπήρχε «εάν», υπήρχε «πότε» όταν κοιτάζαμε το αύριο. Αυτό έχει πια χαθεί αν και ελπίζω -και πιστεύω- πως η επόμενη γενιά θα μάθει από αυτό και θα μπορέσει να αλλάξει πράγματα και ίσως να φτιάξει καλύτερες μέρες.
Το μόνο που με ανησυχεί είναι τα όρια. Τα όρια του Τύπου ως ενός κόσμου που χάνεται αλλά δεν αναπληρώνεται σε σχέση με τον ρόλο του ως κομιστή της αλήθειας, ειδικά της δύσκολης, όπως φυσικά και τα όρια της ανοχής στην άποψη, μεγαλύτερος εχθρός της οποίας τείνει να γίνει, πέρα από τη φίμωση των συμφερόντων και τις δυνάμεις της οπισθοδρόμησης, ο αυτοπεριορισμός, η πολιτική ορθότητα, το χιούμορ με δεκανίκια και η ανάδυση ενός κόσμου ο οποίος νομίζει ότι είναι πιο δεκτικός αλλά στην ουσία είναι τρομακτικά πιο περιοριστικός σε ό,τι δεν ταιριάζει στα «προχωρημένα» του καλούπια.
Όποιο και να είναι το περιβάλλον όμως, όποιο κι αν είναι το κόστος, καταλήγω ότι επιβάλλεται να λέμε την άποψή μας. Ακόμα κι όταν δεν μας κερδίζει συμπάθειες, ακόμα κι όταν διώχνει από κοντά μας ανθρώπους, πάλι πρέπει να τη λέμε. Τον κόσμο, ναι, σπανίως τον αλλάζει μια άποψη αλλά ποτέ δεν τον άλλαξε η σιωπή.
Είκοσι τρία χρόνια και αρκετές χιλιάδες κείμενα μετά έκανε και αυτή η Στήλη τον κύκλο της. Για την πολυτέλεια που μου προσφέρατε διαβάζοντάς με τόσα χρόνια και κρατώντας με εδώ, σας ευχαριστώ πολύ. Συγχωρέστε με για τις στιγμές που φάνηκα μικρός, που υπέκυψα στον πειρασμό της ευκολίας ή των παθών μου, για τις στιγμές της επιπολαιότητας.
Κρατήστε κυρίως ότι πέρα από αυτά για τα οποία πολεμήσαμε μαζί, κάναμε και πλάκα. Πολλή πλάκα.
Όσοι και όσες δεν με γουστάρατε ποτέ ούτως ή άλλως, θα πρέπει να ξέρετε ότι κάνατε το καλύτερο μάρκετινγκ για τη Στήλη βάζοντας κόσμο που δεν την ήξερε σε πειρασμό να τη μάθει. Έτσι κρατήθηκε. Ναι, τέτοια γίδια είστε!
Τέλος, να είστε βέβαιοι ότι θα τα ξαναπούμε -κάπως διαφορετικά έστω- σύντομα!