Yeniduzen

ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΜΕΤΑ-ΚΕΜΑΛΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ-ΙΣΛΑΜΙΚΗ ΤΟΥΡΚΙΑ; | ΝΙΑΖΙ ΚΙΖΙΛΓΙΟΥΡΕΚ | YENİDÜZEN

ENGLISH (ΑΓΓΛΙΚΑ) TÜRKÇE (ΤΟΥΡΚΙΚΑ)

 Νιαζί Κιζίλγιουρεκ (Niyazi Kızılyürek), Ευρωβουλευτής (ΑΚΕΛ)

Η σύγχρονη Τουρκία βίωσε ριζικές μεταρρυθμίσεις κατά την ίδρυσή της. Ο Μουσταφά Κεμάλ και οι συνεργάτες του θέλησαν να οικοδομήσουν ένα έθνος-κράτος, ή μάλλον ένα κράτος-έθνος, στα εδάφη που είχαν απομείνει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και επιδίωξαν μια ριζική ρήξη με το οθωμανικό-ισλαμικό παρελθόν. Όταν τα τελικά εξωτερικά σύνορα της χώρας καθορίστηκαν με τη Συνθήκη της Λωζάννης, είχε φτάσει η ώρα για την οικοδόμηση του έθνους.

Στο μυαλό του Μουσταφά Κεμάλ τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Οι συζητήσεις που διεξήχθησαν κατά την περίοδο των Νεότουρκων και οι θέσεις που διατυπώθηκαν κυρίως από τον Γιουσούφ Ακτσουρά και τον Ζιγιά Γκιοκάλπ αποτελούσαν ήδη μια σημαντική παρακαταθήκη. Το τουρκικό έθνος θα θεμελιωνόταν με βάση την εθνική συνείδηση και όχι τους θρησκευτικούς δεσμούς, θα στρεφόταν προς τη Δύση και θα ανυψωνόταν στο επίπεδο του Δυτικού Πολιτισμού.

Αυτό το εγχείρημα απαιτούσε την εισαγωγή μιας σειράς ριζοσπαστικών αλλαγών σε μια κοινωνία στην οποία κυριαρχούσε το Ισλάμ και οι παραδόσεις του. Σύμφωνα με τη θετικιστική προσέγγιση που εξακολουθούσε να εφαρμόζεται από την εποχή των Νεότουρκων, η θρησκεία ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας της οπισθοδρομικής κατάστασης της κοινωνίας και ήταν απαραίτητη η κατάλυση της κοινωνικής ισχύος της θρησκείας για να επέλθει η πρόοδος και ο εκσυγχρονισμός.

Στο πλαίσιο αυτού του εκσυγχρονιστικού προτύπου, το Χαλιφάτο καταργήθηκε, το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία απαλείφθηκε, το κάλεσμα στην προσευχή έγινε τουρκικό, οι θρησκευτικοί γάμοι απαγορεύτηκαν, επιβλήθηκε το καπέλο αντί για το φέσι, υιοθετήθηκε το λατινικό αλφάβητο και με την ίδρυση της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων, η θρησκεία τέθηκε υπό κρατικό έλεγχο. 

Με απλά λόγια, η αρχή της κοσμικότητας έγινε μια από τις σημαντικότερες αρχές του κεμαλισμού. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη της κοσμικότητας ήταν διαφορετική από την αντίληψη της κοσμικότητας που βλέπαμε στη Δύση. Ο διαχωρισμός της θρησκείας από τις κρατικές υποθέσεις και οι δυνατότητες των πιστών να ασκούν τη θρησκεία τους ελεύθερα και σύμφωνα με τη συνείδησή τους περιορίστηκαν και η θρησκεία απέκτησε επίσημο χαρακτήρα με την υπαγωγή της σε κρατικό έλεγχο.

Οι κεμαλικές μεταρρυθμίσεις στόχευαν αφενός στην αναδιοργάνωση της κοινωνίας με βάση την αρχή της κοσμικότητας και αφετέρου στην οικοδόμηση και την ενίσχυση της εθνικής συνείδησης με βάση τον τουρκικό εθνικισμό. Η κοινωνία, η οποία συγκρατείτο από θρησκευτικούς δεσμούς, θα οργανωνόταν στη συνέχεια στη βάση της εθνικής συνείδησης του τουρκισμού.

Ενώ από τη μία πλευρά γίνονταν κινήσεις εκσυγχρονισμού/δυτικοποίησης στην τουρκική κοινωνία με βάση τις αρχές της κοσμικότητας και του κοσμικού εθνικισμού, από την άλλη προέκυπταν σημαντικά προβλήματα. Οι κεμαλικές μεταρρυθμίσεις στην πορεία οδήγησαν στην ανάδυση περισσότερων από μίας Τουρκίας. Ενώ η ύπαρξη των Κούρδων αμφισβητήθηκε και εφαρμόστηκαν πολιτικές αφομοίωσης από το κράτος, μεγάλες μάζες που αυτοπροσδιορίζονταν κυρίως ως μουσουλμάνοι εξευτελίστηκαν.

Σύμφωνα με τα λόγια του Πεγιαμί Σάφα, προέκυψαν «δύο διαφορετικές ήπειροι, δύο διαφορετικές αντιλήψεις για τη ζωή, δύο διαφορετικές μεταφυσικές». Παρόμοια εκτίμηση έκανε και ο Γιακούπ Καντρί. Στο μυθιστόρημά του με τίτλο “Άγκυρα”, γράφει ότι από τη μία πλευρά υπήρχαν «γιορτές με ουίσκι, χοροί, άνδρες περιφερόμενοι στην πόλη χοροπηδώντας σαν μαριονέτες σε αυτοσχέδια σκηνικά», και από την άλλη πλευρά, «πρωτογονισμός διαμορφωμένος από εκείνους που ζουν σαν αράχνη ανάμεσα σε τοίχους από λάσπη, ευσεβείς άνδρες με τσόκαρα και νεογέννητα με σερμπέτι…» (Γιακούπ Καντρί, παρατίθεται στο Nurdan Gürbilek, Sessizin Payı, Metis Publishing, Κωνσταντινούπολη, Πέμπτη έκδοση, 2021, σ. 94). 

Στην πραγματικότητα, η σύγχρονη Τουρκία κινήθηκε στα χνάρια του Ζιγιά Γκιοκάλπ. Ο Γκιοκάλπ, ο οποίος προώθησε τη σύνθεση του εκτουρκισμού, του εξισλαμισμού και του πολιτισμού, υποστήριξε ότι η τουρκική κοινωνία θα εκπολιτιστεί με βάση την τουρκο-ϊσλαμική ταυτότητα. Και πράγματι τα εμπειρικά δεδομένα υποδείκνυαν ότι πρόκειται για αυτού του είδους σύνθεσης της ταυτότητας. Μια τουρκικότητα που απέκλειε το Ισλάμ δεν γινόταν αποδεκτή από την κοινωνία. Για την ακρίβεια, η τουρκο-ισλαμική σύνθεση άρχισε να αναδεικνύεται μετά το 1950, όταν εισήχθη το πολυκομματικό σύστημα. Ωστόσο, το ισλαμιστικό κίνημα αναπτυσσόταν επίσης ως ξεχωριστός βραχίονας. Επιπλέον, η καταπιεσμένη κουρδική ταυτότητα αντικατοπτριζόταν όλο και περισσότερο στη δημόσια σφαίρα.

Οι επεμβάσεις στην πολιτική ζωή και τα πραξικοπήματα του κεμαλικού στρατού δεν εμπόδισαν την ανάπτυξη του ισλαμιστικού κινήματος ούτε μπλόκαραν το κουρδικό κίνημα. Αντιθέτως, μετά από κάθε πραξικόπημα, η πλουραλιστική δομή της Τουρκίας γινόταν ισχυρότερη και το κεμαλικό μονοτυπικό κατασκεύασμα ταυτότητας υποχωρούσε ακόμη περισσότερο.

Από ένα σημείο και μετά, ο κεμαλισμός δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο αίτημα της πλουραλιστικής Τουρκίας για δημοκρατία και η κεμαλική στρατιωτική και πολιτική γραφειοκρατία εισήλθε σε κρίση νομιμοποίησης.

Ενώ ο κεμαλισμός βρισκόταν σε παρακμή, το κουρδικό και το ισλαμιστικό κινήματα κέρδιζαν έδαφος. Οι «εκσυγχρονιστές» ισλαμιστές, οι οποίοι εμφανίστηκαν μετά το τελευταίο πραξικόπημα κατά των ισλαμιστικών κύκλων (το “μεταμοντέρνο πραξικόπημα” της 27ης Φεβρουαρίου, 1997) και ίδρυσαν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), ανέλθουν στην εξουσία στα τέλη του 2002 με την κατάρρευση των κεντροδεξιών κομμάτων.

Το ΑΚΡ βγήκε πρώτο από τα 18 κόμματα που συμμετείχαν στις γενικές εκλογές του 2002, με ποσοστό 34,26% των ψήφων και κέρδισε 363 από τις 550 έδρες στο κοινοβούλιο. Αυτή η νίκη κατά του κεμαλισμού ήταν ένας πολιτικός σεισμός. Ο τουρκικός Τύπος χαρακτήρισε την επιτυχία του ΑΚΡ ως μια «Ανατολική Επανάσταση». Αυτό ήταν εν μέρει αλήθεια. Σε μια ομιλία που εκφώνησε στις 29 Φεβρουαρίου 2000, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είπε: «Η ιστορία μου είναι η ιστορία αυτού του έθνους. Είτε αυτό το έθνος θα νικήσει και θα ανέλθει στην εξουσία, είτε μια αλαζονική και καταπιεστική μειοψηφία που βλέπει την Ανατολία με απέχθεια και είναι άσχετη με τις πραγματικότητες της Ανατολίας θα παραμείνει στην εξουσία. Η απόφαση ανήκει στο έθνος. Φτάνει! η κυριαρχία ανήκει στο έθνος».

Ο λαός της Τουρκίας έφερε το ΑΚΡ στην κυβέρνηση, αλλά το να είσαι στην κυβέρνηση στην Τουρκία δεν σημαίνει ότι είσαι στην εξουσία. Το καθεστώς κεμαλικής πολιτικής κηδεμονίας συνεχιζόταν και το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ο εκδημοκρατισμός. Το ΑΚΡ ήταν λίγο πιο τυχερό από τα πολιτικά κόμματα του παρελθόντος από αυτή την άποψη. Υπό την προϋπόθεση ότι θα χρησιμοποιείτο σωστά, η ένταξη στην ΕΕ, η οποία βρισκόταν στο προσκήνιο της ατζέντας της Τουρκίας και έχαιρε μεγάλης υποστήριξης από τον λαό, προσέφερε στο ΑΚΡ την ευκαιρία να προχωρήσει προς τον εκδημοκρατισμό δίχως να έρθει σε άμεση σύγκρουση με τον τουρκικό στρατό και την κεμαλική γραφειοκρατία. Πράγματι, το ΑΚΡ επρόκειτο να βασίσει ολόκληρη τη στρατηγική του στη πορεία της Τουρκίας προς την ΕΕ.

Η κίνηση προς την κατεύθυνση της ΕΕ προϋπέθετε την επίτευξη του επιπέδου του “Σύγχρονου Πολιτισμού”, κάτι το οποίο υπήρξε κύριος στόχος του Ατατούρκ. Έτσι, το ΑΚΡ φαινόταν να είχε υιοθετήσει την πολιτική δυτικοποίησης του Ατατούρκ ως σημείο αναφοράς και προσπαθούσε να λύσει το πρόβλημα της νομιμοποίησής του με τον στρατηγικό αυτό λόγο.

Άλλες κοινωνικές δυνάμεις, πέραν του κουρδικού και του ισλαμικού πληθυσμού, όπως η TÜSİAD (Τουρκική Ένωση Βιομηχανίας και Επιχειρήσεων) και ο Τύπος, που ήταν γνωστοί ως κεμαλιστές, υποστήριξαν μαχητικά την ένταξη στην ΕΕ στο όνομα του κεμαλισμού. Αυτό επέφερε ρήξη στον κεμαλικό χώρο. Οι απομονωτιστές εθνικιστές κατά της ΕΕ που αρνούνταν το μοίρασμα της κυριαρχίας και επιδίωκαν να διατηρήσουν την “κοσμική και ενιαία” δομή της Τουρκίας τέθηκαν αντιμέτωποι με εκείνους που ερμήνευαν τον κεμαλισμό ως συμβατό με την μετακίνηση προς την ΕΕ.

Η κυβέρνηση του ΑΚΡ, η οποία είχε ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, προχώρησε γρήγορα σε μεταρρυθμίσεις και πραγματοποίησε σημαντικές αλλαγές που μετασχημάτισαν το πρόσωπο της Τουρκίας. Κατέλυσε τη θεσμική εξουσία του στρατού και σημείωσε σημαντική επιτυχία υπερβαίνοντας ένα προς ένα τα εμπόδια που έθετε στο δρόμο της το κεμαλικό μπλοκ. Ματαιώθηκαν όλες οι απόπειρες για την παύση της λειτουργίας του ΑΚΡ, αλλά και οι προσπάθειες να εμποδιστεί η ανάληψη της προεδρίας από τον Αμπντουλάχ Γκιούλ και τα “Συλλαλητήρια της Δημοκρατίας” που κινητοποίησαν τους “λευκούς Τούρκους”. 

Κάθε φορά, το ΑΚΡ αναδυόταν ισχυρότερο από την κάλπη και συνέχιζε την πορεία του, προβαίνοντας σε θεμελιώδεις συνταγματικές αλλαγές. Το 2007, η γενναία αντίθεση του ΑΚΡ στο μνημόνιο που εξέδωσε ο στρατός μέσω του διαδικτύου και το γεγονός ότι ο στρατός αναγκάστηκε να κάνει πίσω αποτέλεσε σημείο ρήξης. Μετά από αυτή την απόπειρα του στρατού, η κυβέρνηση του ΑΚΡ πέρασε στην αντεπίθεση και παρέπεμψε στη δικαιοσύνη τους αξιωματικούς που είχαν εμπλακεί σε απόπειρες πραξικοπήματος, ακόμη και εκείνους που εξέταζαν το ενδεχόμενο πραξικοπήματος. Αυτή ήταν η πιο ξεκάθαρη απόδειξη ότι το ΑΚΡ είχε αναλάβει όχι μόνο την κυβέρνηση αλλά και την εξουσία.

Με τις πρωτοβουλίες αυτές ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προσέλκυε σαν μαγνήτης μεγάλες μάζες ανθρώπων προς το μέρος του, ενώ παράλληλα κέρδιζε όλο και περισσότερο τη συμπάθεια του έξω κόσμου. Άρθρα στον ξένο Τύπο ήταν γεμάτα επαίνους γι’ αυτόν, χαρακτηρίζοντάς τον ως τον μεγαλύτερο ηγέτη μετά τον Ατατούρκ. Ειδικότερα, οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις μεταξύ του 2007 και του 2010 κατέστησαν τον Ερντογάν και το κόμμα του πρωταγωνιστές της διαδικασίας εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν.

Καθώς ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σημείωνε ραγδαία ανοδική πορεία και ανέτρεπε το κεμαλικό καθεστώς πολιτικής κηδεμονίας, βρήκε υποστήριξη όχι μόνο από τους δικούς του ψηφοφόρους αλλά και από ένα ευρύ φάσμα κύκλων. Με το 49,8% των ψήφων στις εκλογές του 2011, η επιτυχία του ΑΚΡ έφτασε στο απόγειό της. Καθώς όμως η εξουσία του μεγάλωνε και εδραιωνόταν, άρχισαν να εμφανίζονται αυταρχικές τάσεις. Το “δημοκρατικό” φύλλο συκής της “συντηρητικής-δημοκρατικής” αντίληψης που είχε διακηρύξει το ΑΚΡ κατά την ίδρυσή του εξαφανιζόταν σταδιακά. Ενώ ο κεμαλικός εκσυγχρονισμός κατασκεύαζε την οθωμανική/ισλαμική παράδοση ως το “Έτερο”, το ΑΚΡ κατασκεύαζε τη μονοκομματική περίοδο, κατά την οποία ο κεμαλικός ριζοσπαστισμός είχε φτάσει στο απόγειό του, ως το “Έτερο” και στρεφόταν όλο και περισσότερο προς την αναβίωση της οθωμανικής/ισλαμικής παράδοσης. Αυτό που καταλάβαινε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης από τη λέξη “Δικαιοσύνη” ήταν μονάχα “Εθνική Κουλτούρα βασισμένη στο Ισλάμ” και “Εθνική Θέληση”, και από την λέξη ανάπτυξη μονάχα τον νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό. Ενώ στόχευε στην ανατροφή “Θρησκευτικών Γενεών”, ασκούσε μια πλήρη κοινωνική μηχανική που ήταν ασύμβατη με τον κλασικό συντηρητισμό. Λέγοντας “Ναι” στη δυτική τεχνολογία και “Όχι” στη δυτική ηθική, ακολουθούσε το δρόμο του Ζιγιά Γκιοκάλπ και έφερνε στο προσκήνιο αντιδυτικές ρητορικές. Ενώ στην αρχή μιλούσε για τον Μεντερές και τον Οζάλ – αυτό ήταν κατά κάποιον τρόπο μια έμφαση στη συντηρητική δημοκρατία – στη συνέχεια συμπεριέλαβε στη “σύνθεσή” του και τον Νετζμετίν Ερμπακάν. Επέδειξε μια εξαιρετικά αντιδιανοητική στάση απέναντι στους φιλελεύθερους και αριστερούς διανοούμενους που υποστήριζαν μέχρι χθες τον Ερντογάν και αναφέρθηκε στο τραγούδι του Τζέμ Καρατζά με τίτλο “Μισή μερίδα διανόησης” για να τους προσβάλει. Όταν βλέπαμε τι έλεγε για τις αμβλώσεις και την αντίληψή του για μια «ισχυρή κοινωνία βασισμένη στη γονιμότητα των μητέρων», μπορούσαμε ίσως να διακρίνουμε “συντηρητικά” χαρακτηριστικά, αλλά ήταν αδύνατο να τα συνδέσουμε με τη δημοκρατία. Η έμφαση που έδωσε ο Ερντογάν στην έννοια του ισχυρού και αυταρχικού κράτους ήταν ένα σημαντικό εμπόδιο μπροστά στον πραγματικό εκδημοκρατισμό.

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, το ΑΚΡ βρισκόταν στο δρόμο του να μετατραπεί σε ένα κόμμα που γινόταν όλο και πιο συντηρητικό, αλλά ξέφευγε εντελώς από τη “δημοκρατική” ευαισθησία. Μάλιστα, αναμενόταν να στραφεί προς τη δημοκρατία αφού έβαζε τέλος στο καθεστώς κεμαλικής κηδεμονίας. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι το ΑΚΡ ουσιαστικά γύρισε τον κεμαλισμό ανάποδα. Τήρησε την αυταρχική αντίληψη του κεμαλισμού σχετικά με το κράτος και τη μέθοδο της κοινωνικής μηχανικής, υποστηρίζοντας ότι η πολιτισμική ταυτότητα πρέπει να αναδομηθεί μέσω άνωθεν παρεμβάσεων. Η ιδέα του “Ισχυρού Κράτους”, που οραματίστηκε με βάση αυτή του “Μεγάλου Ηγέτη” και σταδιακά μετατράπηκε σε εθνικιστική εμμονή, στένεψε τον χώρο για τη δημοκρατία. Είναι σαφές ότι στη μετακεμαλική Τουρκία, το “ελιτίστικο – κοσμικό – αυταρχικό καθεστώς” είχε φτάσει στο τέλος του, αλλά στη θέση του δεν είχε εγκαθιδρυθεί ένα “συντηρητικό – δημοκρατικό” καθεστώς.

Το ΑΚΡ προσανατολιζόταν όλο και περισσότερο προς ένα συγκεκριμένου τύπου πολίτη διαμορφωμένο μέσα στα καλούπια της συντηρητικής ηθικής και της θρησκείας. Επιδίωξε να δημιουργήσει έναν συγκεκριμένου τύπου πολίτη συμπιεσμένο σε συγκεκριμένα καλούπια, φρενάροντας την πορεία της Τουρκίας προς μια πλουραλιστική, συμμετοχική δημοκρατία. Ωστόσο, το θεμελιώδες πρόβλημα της Τουρκίας, ήταν ότι είναι μια πλουραλιστική κοινωνία με διαφορετικές ταυτότητες και τρόπους ζωής. Οτιδήποτε γινόταν που καταδίκαζε αυτή την ποικιλομορφία σε ομοιομορφία σήμαινε αναπόφευκτα αυταρχισμός.

Σε αντίθεση με τις προσδοκίες, στη μετακεμαλική Τουρκία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει προχωρήσει στην εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας με “μία αλήθεια». Αντί για ελεύθερα άτομα που θα μπορούσαν να εξετάσουν τα πράγματα με συνείδησή τους, θεωρήθηκαν αποδεκτοί οι υπάκουοι πολίτες που τους έλεγαν τι είναι σωστό και τι λάθος. Οι “επιθυμίες του λαού” που ταυτίζονταν με τον ηγέτη είχαν προτεραιότητα, αντί για τις απαιτήσεις της δημοκρατίας. Αυτές οι επιθυμίες παρουσιάστηκαν ως οι επιθυμίες ενός “παλαιότερα καταπιεσμένου και περιφρονημένου λαού” και ο Ερντογάν παρουσιάστηκε ως ένας “συμπονετικός ηγέτης που λυπήθηκε τον καταπιεσμένο λαό”. 

Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για μια εκδικητική προσέγγιση. Αντί να βλέπει το γεγονός ότι είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη της μισής κοινωνίας ως νόμιμο τρόπο για να οδηγήσει τη χώρα προς τον εκδημοκρατισμό, το χρησιμοποιούσε ως μέσο για να “περιθωριοποιήσει” το άλλο μισό.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ξέσπασαν οι διαμαρτυρίες στο πάρκο Γκεζί. Ασκήθηκε βία κατά των διαδηλωτών που ήθελαν να προστατεύσουν το πάρκο Γκεζί λόγω οικολογικών ανησυχιών. Στις 10 Ιουνίου 2013 η πλατεία Ταξίμ και στις 15 Ιουνίου 2013 το πάρκο Γκεζί εκκενώθηκαν με την άσκηση δυσανάλογης βίας από τις κρατικές δυνάμεις που δρούσαν κατά των διαδηλωτών με εντολή του Ερντογάν. Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων σκοτώθηκαν έξι άνθρωποι και περισσότεροι από δέκα άνθρωποι έχασαν την όρασή τους.

Κατά τη γνώμη μου, οι διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί σηματοδότησαν την αρχή του τέλους για τον Ερντογάν. Μετά τις διαμαρτυρίες στο πάρκο Γκεζί, ο Ερντογάν άρχισε να επιδεικνύει όλο και πιο αυταρχική συμπεριφορά. Κατηγόρησε τον έξω κόσμο, ο οποίος κάποτε τον υποστήριζε, ότι ήθελε να τον ανατρέψει και αποκάλεσε την εγχώρια αντιπολίτευση πραξικοπηματίες.

Μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016, την οποία ο Ερντογάν αποκάλεσε «ευλογία Θεού», καθιερώθηκε επίσημα στην Τουρκία η μονομερής διακυβέρνηση. Με τη συνταγματική τροποποίηση, υιοθετήθηκε το μοντέλο του προέδρου-μέλους του κόμματος και καταργήθηκε η διάκριση των εξουσιών. Όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονται πλέον στα χέρια του Ερντογάν, ο οποίος εξελέγη πρόεδρος το 2018, και έχει καθιερωθεί μια εντελώς καταπιεστική και αυθαίρετη μορφή διακυβέρνησης.

Η σημασία των εκλογών του 2023

Οι προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές που θα διεξαχθούν κατά την εκατονταετηρίδα από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκίας μπορούν να αποτελέσουν ορόσημο στην προσπάθεια της Τουρκίας να επιτύχει τη δημοκρατία. Οι εκλογές διεξάγονται σε μια συγκυρία κατά την οποία τα δύο κυρίαρχα Μεγάλα Αφηγήματα της σύγχρονης Τουρκίας είναι αμφότερα πληγωμένα. Έχει καταστεί σαφές ότι ο κλασικός κεμαλισμός και ο ισλαμισμός δεν είναι και δεν μπορούν να αποτελέσουν τη λύση για τα προβλήματα της Τουρκίας. Δεν είναι πλέον δυνατό να ανοίξει ο δρόμος για την κοινωνία με αυτές τις προδιαγραφές.

Από ιστορική σκοπιά, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη μετάβαση της Τουρκίας σε μια πραγματική, πλουραλιστική δημοκρατία. 

Ωστόσο, μένει να δούμε τον Μάιο αν η μεγάλη κίνηση της δημοκρατίας θα γίνει μετά τις εκλογές του 2023 ή αν θα αναβληθεί για μια άλλη άνοιξη…

Πηγή: Προς μια Μετα-Κεμαλική και Μετα-Ισλαμική Τουρκία;



Share:
ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΣ/Η ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
Σε μια προσπάθεια να συνεχίσουμε να παρέχουμε νέες, διαφορετικές και ενδιαφέρουσες απόψεις από όλο το νησί, η penna! φιλοξενεί και μεταφράζει κατά καιρούς άρθρα ‘Φιλοξενούμενων Αρθρογράφων’.