| ΠΟΛΙΤΙΚΗ |ΠΟΛΙΤΗΣ

ΤΙ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ

ENGLISH (ΑΓΓΛΙΚΑ) TÜRKÇE (ΤΟΥΡΚΙΚΑ)

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ κατάφερε να διατηρήσει την πολιτική εξουσία ακόμα και μετά την Ανεξαρτησία, παρά το γεγονός ότι το αφήγημα και η πολιτική ατζέντα της Εκκλησίας μέσω των Συνθηκών Ζυρίχης Λονδίνου ηττήθηκαν και κατέρρευσαν. Υπό κανονικές συνθήκες, ο Αρχιεπίσκοπος έπρεπε να εξαφανιστεί από το πολιτικό σκηνικό, ως αποτυχημένος.

Είτε θρησκεύει κάποιος, είτε όχι, εφόσον είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, οφείλει να αναγνωρίσει ότι διαχρονικά ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου είναι σε θέση να ασκεί καταλυτική επιρροή στα κοινωνικά και τα πολιτικά πράγματα της χώρας μας. Ενόψει αρχιεπισκοπικών εκλογών στις 18 Δεκεμβρίου, το ερώτημα εν ολίγοις είναι επίκαιρο: Θα θέλαμε αυτή η επιρροή της Εκκλησίας να παραμείνει; Αν όχι, τι Αρχιεπίσκοπο ΔΕΝ θέλουμε;

Ο Εθνάρχης

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό το σημερινό φαινόμενο είναι απαράδεκτο και ότι ο εκκλησιαστικός ηγέτης των ορθοδόξων μετά την Ανεξαρτησία του 1960 δεν θα έπρεπε να έχει δυσανάλογα μεγαλύτερο κύρος από τον Τ/Κ Μουφτή, αλλά και τους Αρχιεπισκόπους των Αρμενίων, των Μαρωνιτών και των Καθολικών.

Η παρατήρηση θεωρητικά είναι ορθή, η πραγματικότητα ωστόσο είναι διαφορετική. Το κύρος του, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου μάλλον δεν το αντλεί λόγω του ότι είναι ο θρησκευτικός ηγέτης της πλειοψηφίας των Ε/Κ, αλλά γιατί ιστορικά τον συνοδεύει ένας άλλος τίτλος: Αυτός του Εθνάρχη.

Στην Κύπρο, το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου ανυψώθηκε επί Οθωμανοκρατίας (1571-1878). Η υψηλή πύλη δεν αναζήτησε πολιτικούς στην κατακτημένη χώρα μας, αλλά αναγνώρισε τον Ε/Κ ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο ως Μιλέτ Πασιή, δηλαδή αρχηγό της φυλής, του έθνους (Εθνάρχης). Σε αυτόν ανέθεσε τη διοίκηση των υπόδουλων ραγιάδων, για δύο λόγους: Για να τους κρατά ήσυχους και κυρίως για να εισπράττει τις βαριές φορολογίες που επέβαλλε. Μέσα από την είσπραξη των φόρων (η Εκκλησία δεν πλήρωνε φόρους στους Οθωμανούς) σταδιακά άρχισε να αποκτά τεράστιο πλούτο τόσο σε χρήμα, κυρίως όμως σε ακίνητη περιουσία.

Οι Βρετανοί (1878 -1960) επιχείρησαν να περιορίσουν την επιρροή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά απέτυχαν μάλλον παταγωδώς. Η προσπάθειά τους να αναπτύξουν μια διαφορετική πολιτική κουλτούρα τερματίστηκε άδοξα μετά τα Οκτωβριανά (1931), όταν ο κυβερνήτης Πάλμερ (Παλμεροκρατία) πάγωσε κάθε τέτοιου είδους διεργασία, απαγορεύοντας τη λειτουργία πολιτικών κομμάτων και σχηματισμών.

Η ίδρυση του ΑΚΕΛ και του ΚΕΚ, μετά την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (1939-1945), δεν μπόρεσε να ανασχέσει την τεράστια επιρροή της Εκκλησίας. Αρχές της δεκαετίας του 1950, η Εκκλησία κατάφερε να φέρει στο προσκήνιο την πολιτική της ατζέντα, με όχημα το Ενωτικό Δημοψήφισμα (1950) και τον Αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-59). Ως κυρίαρχη προσωπικότητα από το 1950, επικράτησε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος.

Ο Πρόεδρος

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ κατάφερε να διατηρήσει την πολιτική εξουσία ακόμα και μετά την Ανεξαρτησία, παρά το γεγονός ότι το αφήγημα και η πολιτική ατζέντα της Εκκλησίας μέσω των Συνθηκών Ζυρίχης Λονδίνου ηττήθηκαν και κατέρρευσαν. Υπό κανονικές συνθήκες, ο Αρχιεπίσκοπος έπρεπε να εξαφανιστεί από το πολιτικό σκηνικό ως αποτυχημένος, αφού αντί ενώσεως, προέκυψε ένα δικοινοτικό ενιαίο κράτος, με Έλληνα Πρόεδρο τον ίδιο και Τούρκο αντιπρόεδρο τον Φαζίλ Κουτσούκ.

Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες εξηγήσεις γιατί η λογική του πολιτικού κόστους δεν λειτούργησε στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου και εν γένει της Εκκλησίας. Κατά κύριο λόγο, αυτό οφείλεται στο ότι δεν υπήρχε αντίπαλο δέος, δηλαδή συγκροτημένα κόμματα και άλλες οργανώσεις με σαφώς διαφορετικό πολιτικό αφήγημα. Επιπλέον, το αφήγημα του Μακαρίου δεν ήταν πολιτικό αλλά εθνικό και κατ’ επέκταση συναισθηματικό. Η αίγλη της ΕΟΚΑ υπό την ηγεσία ενός Αρχιεπισκόπου, «το όραμα της Ένωσης με τη μητέρα πατρίδα και οι ηρωικοί μας νεκροί», δεν άφηναν κανένα περιθώριο στον ορθολογισμό να νικήσει το συναίσθημα.

Το συναίσθημα που τρέφει τον ανορθολογισμό είναι κουλτούρα την οποία εμπέδωσε στους Έλληνες ραγιάδες της χώρας, προ αιώνων, η Εκκλησία, ως εθναρχεύουσα αρχή: Συνεκδοχικά, η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει, ούτε υπέχει πολιτικού κόστους. Είναι πνευματικός οργανισμός και εξηγήσεις δίνει μόνο στον Κύριο. Ο ανορθολογισμός αυτός έγινε διαχρονικά η πολιτική κουλτούρα των Ελληνοκυπρίων και για να είμαστε δίκαιοι, δεν διαφέρει από την κουλτούρα των υπόλοιπων Ελλήνων: Είμαστε έθνος ανάδελφον. Μας κυνηγούν, μας αδικούν, όλοι προσπαθούν να μας γονατίσουν, αλλά εμείς αντιστεκόμαστε, γιατί την Κύπρο, όπως έγραψε και ο Βασίλης Μιχαηλίδης, «σιέπει την που τ’ άψη ο Θεός μου». Ο αγών για Ένωση έμεινε ημιτελής όχι γιατί ήταν λανθασμένος, αλλά διότι κάποιοι άλλοι ευθύνονται: Κάπως έτσι, ο Μακάριος φόρτωσε τη Ζυρίχη στους ξένους, στους Τούρκους, ακόμα και στον Καραμανλή. Κάπως έτσι, δικαιολογήσαμε τα γεγονότα του 1963-64 ακόμα και την εισβολή του 1974.

Η καταλυτικής σημασίας παρουσία του Μακαρίου και η κουλτούρα που εμπέδωσε παρέμεινε αμετάβλητη έως και τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου το 1977. Έως τότε, δεν καταφέραμε να δούμε να λειτουργεί ούτε πολιτική ζωή, πολύ περισσότερο ένα κανονικό κόμμα. Το ΑΚΕΛ (1941), τα πρώτα χρόνια το επιχείρησε (μετά το 1961 υποτάχθηκε και αυτό), όπως και κάποιοι ανεξάρτητοι ηγέτες της Δεξιάς (π.χ. Ιωάννης Κληρίδης), οι οποίοι παραγκωνίστηκαν, με το πρώτο Υπουργικό Συμβούλιο να σφύζει από τα νιάτα των μέχρι πρότινος αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Μέχρι το 1977, είχαμε κατά κανόνα κόμματα ελεγχόμενα, εκλογές παρωδία και εν γένει τριτοκοσμικές δημοκρατικές διαδικασίες. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί εδώ ότι μια πρώτη δόση κανονικότητας στο πολιτικό μας σύστημα επήλθε το 1976, διά της ίδρυσης του ΔΗΣΥ, κόμμα το οποίο λειτούργησε ως μια πρώτη συγκροτημένη μορφή αντιπολίτευσης. Ως δημοκρατικό κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία λειτούργησε το 1988 διά της εκλογής του Γιώργου Βασιλείου, 28 χρόνια μετά την ίδρυσή της και 14 μετά τη διχοτόμησή της, κουβαλώντας βεβαίως τις βασικές του παθογένειες μέσα από νέες συνθέσεις: Συναισθηματισμός-ανορθολογισμός-ρεαλισμός-αδιέξοδος πατριωτισμός-αμοραλισμός. Όλα αυτά αποτελούν μέρος των πολιτικών υποθηκών του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και της Εκκλησίας.

Οι διάδοχοι

«Αξίες» τις οποίες προασπίσθηκαν οι διάδοχοι του Μακαρίου, Χρυσόστομος Α’ και Χρυσόστομος Β’. Παρότι υπολείπονταν σε εκτόπισμα του Μακαρίου Γ’, κατάφεραν από το 1977 έως και το 2022 να συντηρήσουν σε μεγάλο βαθμό την παρέμβαση της Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας.

* Συντήρησαν και επέκτειναν την Εκκλησία ως τον μεγαλύτερο ιδιοκτήτη γης και συνάμα επιχειρηματία στην Κυπριακή Δημοκρατία. Οι επιχειρήσεις της σήμερα πέρα από εκτάσεις γης, φάρμες, ξενοδοχεία, εκτείνονται στην τσιμεντοποιία και στα φωτοβολταϊκά.

* Η οικονομική ισχύς της Εκκλησίας εύκολα μπορεί να εξηγήσει και την πολιτική της επιρροή. Ο Μακάριος Γ’ αποφάσιζε πότε και ποια κόμματα θα ιδρυθούν και ακόμα, πόσες έδρες θα έπαιρναν στη Βουλή. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β’ αφηγήθηκε ουκ ολίγες φορές πώς η Εκκλησία συνέβαλε στην ίδρυση και χρηματοδότηση του ΔΗΚΟ το 1976.

* ‘Ολοι γνωρίζουμε τις παρεμβάσεις του Χρυσοστόμου Α’ σε ό,τι αφορά τους διορισμούς υπουργών Παιδείας και τη διασύνδεση δημόσιου σχολείου και Εκκλησίας που επιχείρησε. Επίσης, θυμόμαστε τη στάση του Χρυσοστόμου Β’ σε ό,τι αφορά το Κυπριακό την περίοδο των Δημοψηφισμάτων.

* Αντιληφθήκαμε πόσο η λογική στάση του Χρυσόστομου Β’ συνέτεινε στο να πραγματοποιηθούν μαζικοί εμβολιασμοί και μεταξύ των ηλικιωμένων στην Κύπρο. Αν επικρατούσαν οι απόψεις ιεραρχών (που είναι σήμερα υποψήφιοι για τη θέση Αρχιεπισκόπου) που έβλεπαν πίσω από τους εμβολιασμούς συνωμοσίες ή αμαρτωλές πράξεις, η Κύπρος ίσως θρηνούσε τριπλάσιο αριθμό νεκρών από την πανδημία.

* Όλοι, τέλος, έχουμε αντιληφθεί τι ρόλο ή τι επιπλοκές θα μπορούσε να προκαλέσει η Εκκλησία της Κύπρου στην εξωτερική πολιτική Ελλάδας και Κύπρου, αν προσδεθεί στο άρμα κρατών (μιλούμε βασικά για τη Ρωσία) που έχουν εργαλειοποιήσει τη θρησκεία, αναζητώντας ενίσχυση της γεωπολιτικής τους θέσης στην περιοχή. Και πάλιν, ο Χρυσόστομος Β’ ήταν σωστός.

Τι Αρχιεπίσκοπο θέλουμε

Διά της εις άτοπον απαγωγής, τι Αρχιεπίσκοπο έχει ανάγκη σήμερα η Κύπρος και σίγουρα, τι χαρακτηριστικά προηγούμενων Αρχιεπισκόπων πρέπει να αποφύγουμε;

1. Εκ των πραγμάτων, ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος είναι ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας της χώρας μας. Δεν μπορεί να τα ξέρει όλα, γι’ αυτό απαιτείται να έχει δίπλα του μια ανεξάρτητη ομάδα -κατά προτίμηση δεν πρέπει να τη διορίζει ο ίδιος- για να διαχειρίζεται τις εκκλησιαστικές επιχειρήσεις που αξίζουν μερικά δις. Απαιτείται απόλυτη διαφάνεια στη διαχείριση των επιχειρήσεων αυτών, διότι αυτές ανήκουν στον κυπριακό λαό και όχι σε κάποιους ιεράρχες και στους συγγενείς τους.

2. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος μπορεί να λειτουργεί ως πνευματικός ηγέτης των πιστών που ακολουθούν το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, αλλά οφείλει να απέχει από κάθε πολιτική δραστηριότητα. Σε ένα ευρωπαϊκό κράτος, μπορεί να έχει την άποψή του, αλλά ούτε λόγος του πέφτει ποιος θα είναι ο υπουργός Παιδείας, ούτε τι εκπαιδευτικό πρόγραμμα θα ακολουθήσουν οι μαθητές της χώρας.

3. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος θεωρούμε δεδομένο ότι οφείλει να σεβαστεί και τα της επιστήμης και να κινηθεί εν γένει με τον απαραίτητο ορθολογισμό. Δεν χρειάζεται η χώρα μας έναν Αρχιεπίσκοπο που βλέπει οράματα, προβλέπει καταστροφές, προσηλυτίζει νεαρούς και νεαρές για να γεμίζουν τα μοναστήρια με αργόσχολους. Δεν χρειαζόμαστε έναν Αρχιεπίσκοπο ο οποίος, εν ονόματι της θρησκείας, να καλεί τους πιστούς σε αποχή από τους εμβολιασμούς, να μην σέβεται τον διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, να μην αναγνωρίζει τα δικαιώματα των γυναικών.

Πηγή: ΤΙ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ

Share:
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ | ΠΟΛΙΤΗΣ
Διευθυντής της Εφημερίδας Πολίτης. Γεννήθηκε στη Λεμεσό, σπούδασε ιστορία στο ΑΠΘ και στο Queens College NY. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος από το 1986 σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο και τηλεόραση. Από το 1999 είναι Σύμβουλος Έκδοσης της εφημερίδας Πολίτης και από το 2016 Διευθυντής. Ζει στη Λευκωσία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ