| ΚΥΠΡΙΑΚΟ |Bağımsız

ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ ΕΧΟΥΝ ΜΕΤΑΤΡΑΠΕΙ ΣΕ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΒΑΘΙΑ ΡΙΖΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ…

ENGLISH (ΑΓΓΛΙΚΑ) TÜRKÇE (ΤΟΥΡΚΙΚΑ)

Τα λάφυρα είναι μια σημαντική λέξη στο νησί της Κύπρου… Θα είχε τόση σημασία η λέξη “λάφυρα” αν δεν είχε γίνει πόλεμος σε αυτό το μικροσκοπικό νησί; Ναι, ίσως τα λάφυρα να μην είχαν τόση σημασία για τη χώρα και τους κατοίκους της, αν δεν είχε υπάρξει πόλεμος…

Αν θέλετε, ας ρίξουμε μια ματιά στους ορισμούς του όρου λάφυρα πριν συνεχίσουμε. Σύμφωνα με το λεξικό, λάφυρα σημαίνει “κάθε κινητή ή ακίνητη περιουσία που καταλαμβάνεται/αρπάζεται από τον εχθρό κατά τη διάρκεια ενός πολέμου”.

Η λέξη λάφυρα έχει άλλες δύο σημασίες, αλλά ας μην τις αναλύσουμε. Η σημασία που ανέφερα παραπάνω είναι αυτή που μας αφορά, που είναι σχετική για εμάς.

Το 1974, μετά τον πόλεμο, όταν εγκαταλείψαμε τα σπίτια και τους τόπους μας και μεταναστεύσαμε από το νότο στο βορρά, αυτό που δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω ήταν πώς διαλέγαμε τα υπάρχοντα από τα σπίτια που οι Ελληνοκύπριοι είχαν απλά εγκαταλείψει.

Ήμουν παιδί και δεν μπορούσα να αντιληφθώ πλήρως τη σημασία αυτού του γεγονότος… Κάποιοι άφηναν τα υπάρχοντά τους και έφευγαν, και άλλοι έρχονταν και έπαιρναν ό,τι τους άρεσε.

Το σπίτι που μας δόθηκε είχε ήδη έπιπλα, αλλά αν θεωρούσαμε ότι κάτι έλειπε ή θέλαμε κάτι καλύτερο, πηγαίναμε σε άλλο σπίτι και το παίρναμε.

Θυμάμαι ότι αισθανόμουν την ανάγκη να ρωτήσω τη μητέρα μου: «Εσύ δεν ήσουν εκείνη που μας είπε ότι το να παίρνεις την περιουσία κάποιου άλλου χωρίς άδεια είναι κλοπή; Ενώ ποτέ δεν μας επιτρεπόταν να κόψουμε ούτε ένα φρούτο από το δέντρο του γείτονά μας που ήταν φορτωμένο με φρούτα, πώς γίνεται τώρα να παίρνουμε τα υπάρχοντα άλλων ανθρώπων;»

Η μητέρα μου έμενε σιωπηλή για μια στιγμή, προτού απαντήσει: «Έχεις δίκιο, γιε μου. Αυτός ο κανόνας δεν έχει αλλάξει για σένα και τον αδελφό σου. Ωστόσο, εμείς αφήσαμε τα υπάρχοντά μας πίσω στο χωριό μας. Άλλοι διεκδίκησαν τα υπάρχοντά μας, και τώρα παίρνουμε ό,τι μπορούμε να βρούμε εδώ…».

Είχαμε ένα μεγάλο σπίτι το οποίο είχαμε αφήσει πίσω στο χωριό μας στο νότο, και τα υπάρχοντά μας ήταν σχετικά καινούργια, αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι αισθανόμασταν ότι βρήκαμε καλύτερα πράγματα στο νέο μας χωριό.

Το παλιό μας χωριό δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα – δεν είχε ακόμη συνδεθεί στο δίκτυο. Φυσικά, βρήκαμε συσκευές, οι οποίες ήταν τεχνολογικές συσκευές της εποχής, όπως τηλεόραση και πλυντήριο ρούχων, που δεν είχαμε προηγουμένως…

Στο μεταξύ, κάποιοι άνθρωποι που μετακόμιζαν σε ορισμένα σπίτια ή έπαιρναν στην ιδιοκτησία τους ορισμένα καταστήματα, έγραφαν με μπογιά στους τοίχους τη λέξη “κατειλημμένο”, ώστε να μην το πάρει κανείς άλλος όταν θα έλειπαν. Υπήρχαν πολλοί τοίχοι σπιτιών στους οποίους ήταν μπογιατισμένη η λέξη “κατειλημμένο” με κόκκινο ή μαύρο χρώμα, που σήμαινε “αυτό έχει διεκδικηθεί”.

Σε ορισμένα σπίτια ή καταστήματα, αυτές οι αναγραφές “κατειλημμένο” παρέμειναν για χρόνια εκεί,  ως υπενθύμιση του πρόσφατου παρελθόντος μας.

Ίσως θα έπρεπε να το είχα αναφέρει νωρίτερα, το πώς έρχεται στο μυαλό μου το θέμα των “λαφύρων”.

Στο βιβλίο της Ayla Kahraman “Gölgem ve Ben” [Η σκιά μου κι εγώ], η έννοια των λαφύρων διερευνάται στην ιστορία με τίτλο “Safiyaba”. Φαίνεται ότι, σε μια συγκεκριμένη περιοχή της Αμμοχώστου όπου διαδραματίζεται η ιστορία, υπήρχε απαγόρευση και προειδοποίηση από τις αρχές/το στρατό κατά της “λεηλασίας”. Όσους αγνοούσαν την προειδοποίηση και προέβαιναν σε λεηλασίες και τους έπιαναν οι στρατιώτες, άνδρες ή γυναίκες, τους ξύριζαν τα κεφάλια, δηλαδή γουλί.

Η ιστορία λοιπόν μιλάει για μια γυναίκα της οποίας ξύρισαν το κεφάλι. Αυτό ήταν που με έκανε να σκεφτώ αυτό το θέμα των λαφύρων. Στο μεταξύ, στην περιοχή μας δεν υπήρχε τέτοια τιμωρία…

Επιστρέφοντας στο θέμα μας, θυμάμαι ότι κάποιοι άνθρωποι δεν νοιάζονταν για αγαθά – υπήρχαν εκείνοι που έψαχναν μόνο για χρήματα και πολύτιμα κοσμήματα.

Όταν κάποιος έψαχνε για χρήματα και κοσμήματα κάποιος άλλος του έλεγε: «Μην μπαίνετε στον κόπο να ψάξετε. Οι ντόπιοι από το κοντινό τουρκικό χωριό ήξεραν ποιος ήταν πλούσιος σε αυτό το χωριό και ήρθαν και πήραν τα χρήματα και τα κοσμήματα μαζί τους». Αυτά τα λόγια δεν έφυγαν ποτέ από το μυαλό μου…

Ρώτησα τη μητέρα μου, «Ποιοι είναι αυτοί οι ντόπιοι, μαμά;»… Η μητέρα μου μου είχε απαντήσει: «Μάλλον δεν είναι ιθαγενείς Αμερικανοί, γιε μου. Εννοώ αυτούς που δεν μετανάστευσαν, που δεν ήρθαν από το νότο, που βρίσκονται στο βορρά και είναι οι Τουρκοκύπριοι χωρικοί εδώ της περιοχής».

Πόσο περίεργο, ακόμα και όταν μεγάλωσα, εξακολουθούσαμε να αναφερόμαστε στους ανθρώπους που ζουν στα χωριά του βορρά, εννοώ αυτούς που δεν μετανάστευσαν, ως “ντόπιους”…

Θα μπορούσαμε ακόμα να χωριστούμε σε δύο κατηγορίες σε αυτό το ίδιο κομμάτι γης που κατοικείται εξ ολοκλήρου από Τουρκοκύπριους, δηλαδή σε “ντόπιους” και “αυτούς που μετανάστευσαν από το νότο”.

Ας επανέλθουμε στο θέμα των λαφύρων και πάλι- είχα μια σκέψη γι’ αυτό σε νεαρή ηλικία και την έχω ακόμα όταν έρχεται το θέμα στο μυαλό μου: οι άνθρωποι μπορούσαν να ζήσουν σε ένα σπίτι που ανήκε σε κάποιον άλλο, για το οποίο δεν πλήρωσαν ή δεν ζήτησαν την άδεια του ιδιοκτήτη… Κάποιος μπορούσε να κοιμηθεί στο κρεβάτι κάποιου άλλου, να φορέσει τα ρούχα του, να κάνει μπάνιο στο μπάνιο του…

«Έχεις το δικαίωμα να το κάνεις αυτό;» αναρωτιέσαι… Στη συνέχεια, βρίσκεις παρηγοριά και ανακουφίζεις τη συνείδησή σου σκεπτόμενος ότι κι εσύ άφησες ένα σπίτι, υπάρχοντα και αγαθά στο νότο…

Ωστόσο, υπήρχε και ένα άλλο πολυσυζητημένο ζήτημα: κάποιοι είχαν στην κατοχή τους πολύ περισσότερα από αυτά που είχαν αφήσει στο νότο, ενώ άλλοι είχαν λιγότερα, αφού άφησαν περισσότερα πίσω τους…

Υπήρχε κάτι που έλεγε συχνά ο πατέρας μου και το οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ: «Αυτοί που δεν είχαν πλούτο έγιναν πλούσιοι, ενώ αυτοί που είχαν πλούτο έχασαν τα πάντα»…

Ναι, τα λάφυρα είχαν δημιουργήσει μια τέτοια αδικία. Μεταξύ των μεταναστών, όσοι είχαν αφήσει πίσω τους σημαντικό μέρος της περιουσίας τους και δεν μπορούσαν να πάρουν το μερίδιο που τους αναλογούσε γίνονταν φτωχότεροι, ενώ όσοι είχαν λίγα ή τίποτα, γίνονταν πλουσιότεροι… Επιπλέον, κάποιοι ντόπιοι, δηλαδή όσοι δεν μετανάστευσαν και ζούσαν στα τουρκικά χωριά του βορρά, απέκτησαν επιπλέον πλούτο.

Παρεμπιπτόντως, κάποια πονηρά άτομα κατάφεραν να βρουν τρόπο να πουλήσουν την περιουσία τους στο νότο, ακόμη και αφού είχαν αποκτήσει αντίστοιχη περιουσία στο βορρά. Υπήρχαν λοιπόν και εκείνοι που το έκαναν αυτό…

Αν αναρωτιέστε: «Πότε άρχισαν οι αδικίες σε αυτή τη χώρα;» Μπορώ να σας πω από τις μέρες που θυμάμαι – ξεκίνησε με τη διανομή, τη διάθεση και τη λεηλασία των περιουσιών μετά το 1974…

Από εκείνες τις μέρες και μετά, προέκυψε το θέμα “όποιος ασχολείται με το μέλι γλείφει το δάχτυλό του”… [Σημείωση μεταφραστή: Ένας ιδιωματισμός που σημαίνει ότι κάποιος που είναι υπεύθυνος για περιουσίες απολαμβάνει κάποια προσωπικά οφέλη]. Και μέχρι σήμερα, όσοι ασχολούνται με το μέλι, γλείφουν τα δάχτυλά τους… Τα λάφυρα χάλασαν και κατέστρεψαν τα μυαλά πολλών ανθρώπων. Εμφανίστηκαν άτομα πλούσια σε λάφυρα και καταβρόχθισαν τα λάφυρα, αλλά η όρεξή τους ήταν ακόρεστη. Κατανάλωναν και κατανάλωναν χωρίς ποτέ να ικανοποιούνται.

Για παράδειγμα, υπήρξαν άτομα που απέκτησαν πλούτο από τα Βαρώσια, φυγαδεύοντας λαθραία περιουσία παρά το καθεστώς της περίκλειστης περιοχής. Αυτό δεν το λέω μόνο εγώ – το γνωρίζουν όλοι.

Επιπλέον, σε όσους εγκαταστάθηκαν σε ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας περιουσίες τους είχε λεχθεί: «Αυτή η περιουσία είναι δική σας», αλλά εξαπατήθηκαν. Τελικά, έγινε σαφές ότι η κατάσταση δεν ήταν όπως φαινόταν…

Έχουν περάσει χρόνια από τότε που έγινε ο πόλεμος, η διανομή των περιουσιών και κατά κόρον η λεηλασία, αλλά δυστυχώς η κουλτούρα των λαφύρων έχει ριζώσει βαθιά στην πλειοψηφία αυτής της κοινωνίας. Η γοητεία και η συνήθεια των λαφύρων είναι ατελείωτη, με τις μεθόδους να αλλάζουν αλλά την κουλτούρα να παραμένει…

Στις μέρες μας μπορεί να μην αναφέρονται ως λάφυρα, αλλά είναι μια εξελισσόμενη κουλτούρα των λαφύρων με διαφορετική μεθοδολογία… Είναι μια κουλτούρα που μας εξαντλεί και συνεχίζει να μας εμποδίζει να επιτύχουμε σταθερότητα με οποιονδήποτε τρόπο. Κάποιοι μπορεί να δυσκολεύονται να το αποδεχτούν, αλλά δυστυχώς, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αλήθεια…

Πηγή: ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ ΕΧΟΥΝ ΜΕΤΑΤΡΑΠΕΙ ΣΕ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΒΑΘΙΑ ΡΙΖΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ…

 

image_printPrint
ALİ BATURAY | BAĞIMSIZ
Ο Ali Baturay γεννήθηκε στο χωριό Κλαβιά (Alanici) της Λάρνακας στις 14 Οκτωβρίου 1968. Σπούδασε δημοσιογραφία. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών με θέμα «Νέα μέσα ενημέρωσης και αλλαγή της ειδησεογραφίας και δημοσιογραφίας στο βόρειο τμήμα της Κύπρου». Εργάστηκε στην εφημερίδα Halkın Sesi κατά την περίοδο 1986-1995, στην εφημερίδα Yenidüzen μεταξύ 1995-1998 και στην εφημερίδα KIBRIS για 22 χρόνια, από το 1998 έως το 2020. Εργάστηκε ως διευθυντής ειδήσεων, διευθύνων σύμβουλος και αρχισυντάκτης στην εφημερίδα KIBRIS. Τον Φεβρουάριο του 2020, άρχισε να εργάζεται στην ψηφιακή εφημερίδα Haber Kıbrıs ως γενικός συντακτικός συντονιστής, όπου αρθρογραφούσε καθημερινά και διετέλεσε επίσης παραγωγός ενός τηλεοπτικού προγράμματος της Haber Kıbrıs WEB TV. Από τον Ιανουάριο του 2023, εργάζεται ως αρχισυντάκτης στην ψηφιακή εφημερίδα Bağımsız.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ